Άξονας 1 "¨Διδασκαλία μάθηση και αξιολόγηση"  

 Καλωσήρθατε στην ιστοσελίδα των Αρχαίων Ελληνικών Κατεύθυνσης της Γ'Λυκείου, που λειτουργεί ως μέσο εναπόθεσης εκπαιδευτικού υλικού στο πλαίσιο της δράσης "Ανάπτυξη εκπαιδευτικού υλικού για την υποστήριξη της διδασκαλίας" του Άξονα 1 "¨Διδασκαλία μάθηση και αξιολόγηση"  

ΑΡΧΑΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Ενότητα 7 - Φάκελος Υλικού (ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ)

ΝΟΗΜΑ

Όπως αποδείχτηκε στις προηγούμενες ενότητες ο άνθρωπος έχει τη φυσική τάση να συνυπάρχει σε κοινωνίες-πόλεις με άλλους ανθρώπους. Η δημιουργία και οργάνωση κοινωνιών με νόμους και δικαιοσύνη οδηγεί τον άνθρωπο στην τελειότητά του, ενώ η παρανομία και η αδικία τον εξαχρειώνει. Η φύση εφοδίασε τον άνθρωπο με όπλα, τα οποία όμως μπορεί να χρησιμοποιήσει με δύο σκοπούς: ή για να εφαρμόζει τη δικαιοσύνη υπηρετώντας τη φρόνηση και την αρετή ή με αντίθετους σκοπούς που αποκλίνουν από τη δικαιοσύνη. Στη δεύτερη περίπτωση γίνεται το πιο άγριο και χειρότερο από όλα τα ζώα ξεπερνώντας κάθε όριο στη συμπεριφορά του. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι η δικαιοσύνη είναι απαραίτητο στοιχείο της πόλης, γιατί μόνο αυτή μπορεί να εξασφαλίσει την τάξη στην πολιτική κοινωνία.

Γιατί είναι φυσική η τάση του ανθρώπου να συνυπάρχει μαζί με άλλους σε πόλεις

Σε προηγούμενες ενότητες ο Αριστοτέλης εξήγησε τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι επιθυμούν να συνυπάρχουν μαζί με άλλους ανθρώπους σε μια τέτοια κοινωνία, όπως είναι η πόλη. Απέδειξε λοιπόν ότι η πόλη-κράτος είναι ολοκληρωμένη, τέλεια μορφή κοινωνίας, που έχει ως στόχο την καλή ζωή και την αυτάρκεια, χάρη στην οποία κατακτάται η ευδαιμονία. Άποψή του, ωστόσο, είναι ότι η κοινωνία των ανθρώπων υπάρχει όχι μόνο λόγω της χρησιμότητάς της, αλλά και λόγω της έμφυτης επιθυμίας των ανθρώπων να συνυπάρχουν με άλλους ανθρώπους.

«Κι εκείνος όμως που πρώτος τη συγκρότησε» Ποιος συγκρότησε πρώτος την πόλη;

Με τη φράση «εκείνος που πρώτος συγκρότησε την πόλη» ο Αριστοτέλης εννοεί ότι για την δημιουργία της πόλης είναι απαραίτητη η βοήθεια του ανθρώπου. Η ερμηνεία αυτή δεν αναιρεί την αριστοτελική θέση ότι η πόλη υπάρχει εκ φύσεως. Είναι προφανές ότι η φύση έδωσε στον άνθρωπο την τάση να συμβιώνει με άλλους ανθρώπους και να οργανώνει κοινωνίες, όμως ο άνθρωπος ήταν αυτός που πρώτος έκανε πραγματικότητα αυτή την τάση. Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η πρόταση συμπληρώνει τις απόψεις του φιλοσόφου για τη φυσική προέλευση της πόλης. Η οργάνωση, η δημιουργία της πόλης δεν έγινε λοιπόν αυτόματα, αλλά προαπαιτούσε την ενέργεια ενός ανθρώπου ευεργέτου, προικισμένου με λογική που θέσπισε νόμους και επέβαλε τη δικαιοσύνη. Είναι λοιπόν κατανοητό ότι για την συγκρότηση της πόλης είναι απαραίτητη η συνεργασία της φύσης και της τέχνης των ανθρώπων.

Ποια είναι η δύναμη του νόμου και της δικαιοσύνης για τον άνθρωπο; «Γιατί όπως ο άνθρωπος ... το χειρότερο από όλα»

Η λέξη «γιατί» με την οποία εισάγεται η περίοδος αυτή αιτιολογεί την προηγούμενη φράση, ότι εκείνος που πρώτος συγκρότησε την πόλη, υπήρξε ένας από τους πιο μεγάλους ευεργέτες του ανθρώπου. Το νόημα λοιπόν που θέλει να μεταδώσει ο Αριστοτέλης είναι ότι αυτός που πρώτος συγκρότησε την πόλη υπήρξε μεγάλος ευεργέτης, επειδή θέσπισε νόμους και επέβαλε τη δικαιοσύνη απομακρύνοντας τις βλαβερές συνέπειες της αδικίας, που προκύπτει από την κακή χρήση των εφοδίων (η λογική, ο έναρθρος λόγος και τα πάθη ως βιολογικές ιδιότητες) που δόθηκαν στον άνθρωπο από τη φύση.

Όταν ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τη λογική («φτάνει στην τελειότητά του») και ζει σύμφωνα με τους νόμους και τη δικαιοσύνη, είναι το ανώτερο από όλα τα όντα. Ο νόμος και η δικαιοσύνη τον βοηθούν να τηρεί το μέτρο και τη σωστή στάση απέναντι στα πάθη, και συνεπώς εξασφαλίζουν την τάξη, την αλληλεγγύη και τον αμοιβαίο σεβασμό μεταξύ των μελών της κοινωνίας. Επομένως, η τήρηση των νόμων και η εφαρμογή της δικαιοσύνης αποτελούν, για τον Αριστοτέλη, τον αναγκαίο περιορισμό για να φτάσει στο τέλος ο άνθρωπος, να ολοκληρώσει τον φυσικό του προορισμό Τι γίνεται όμως αν ο άνθρωπος δεν χρησιμοποιήσει σωστά τα όπλα που του χάρισε η φύση. Τα επιχειρήματά του θα τα αναπτύξει με τη μέθοδο «ἐκ τοῦ ἀντιθέτου»: θα μιλήσει δηλαδή πρώτα για τις επιπτώσεις της αδικίας, για να καταλήξει στο ζητούμενο, στη μεγάλη δηλαδή σημασία που έχει η δικαιοσύνη για τη συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας.

«Δεν υπάρχει πιο ανυπόφορο και πιο ολέθριο πράγμα από την αδικία που διαθέτει όπλα»

Με τη λέξη «όπλα» αναφέρεται ο Αριστοτέλης στις ικανότητες με τις οποίες εφοδίασε η φύση τον άνθρωπο. Αυτά τα όπλα είναι: τα φυσικά του πάθη, η λογική (νους) και η γλώσσα. Αν ο άνθρωπος τα χρησιμοποιήσει για να διαπράττει αδικίες, αυτό γίνεται ανυπόφορο, αφού αυτά του δόθηκαν για να υπηρετήσει τη φρόνηση και την αρετή. Παράλληλα όμως γίνεται και ολέθριο, γιατί όπως γράφει ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια», ένας κακός άνθρωπος μπορεί να κάνει απείρως περισσότερα κακά από ένα θηρίο

«Ο άνθρωπος ... για αντίθετους σκοπούς»

Η φύση εφοδίασε τον άνθρωπο με όπλα. Αυτά είναι τα φυσικά του πάθη, ο λόγος, η γλώσσα, τα οποία μπορεί να χρησιμοποιήσει είτε με στόχο να υπηρετήσει τη φρόνηση και την αρετή είτε παρακάμπτοντας την φρόνηση και την αρετή με στόχο να διαπράξει κακές ή άδικες πράξεις. Ας διευκρινιστεί εδώ ότι η φρόνηση είναι η σωστή σκέψη στη λήψη αποφάσεων, η οποία οδηγεί στην πραγμάτωση της αρετής. Συνεπώς, ο φυσικός προορισμός του ανθρώπου δεν είναι αποτέλεσμα εξαναγκασμού, αλλά εξαρτάται από τις δικές του ενέργειες και την προαίρεση του.

ΟΙ ΒΛΑΒΕΡΕΣ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΔΙΚΙΑΣ ΚΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΔΙΚΟΥ Η ΔΙΧΩΣ ΑΡΕΤΗ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Ο Αριστοτέλης δίνει με σαφήνεια και έμφαση τις βλαβερές επιπτώσεις της αδικίας. Έτσι με μια σειρά αρνητικών προσδιορισμών χαρακτηρίζει την αδικία ως «το πιο ανυπόφορο και πιο ολέθριο πράγμα», ενώ τον άνθρωπο που δεν διαθέτει αρετή, δηλαδή τον άδικο, ως:

α) «το πιο ανόσιο ον» στις σχέσεις του με το θείο. Με το επίθετο «ανόσιος» ο Αριστοτέλης χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν ζει σύμφωνα με τη λογική, αλλά κυριαρχείται από τα πάθη και τις επιθυμίες. Ξεφεύγει από τα όρια του μέτρου, επιδίδεται σε ακολασίες και δεν έχει κανέναν ηθικό φραγμό,

β) «το πιο άγριο» στις σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους,

γ) «το χειρότερο από όλα τα όντα» στις ερωτικές απολαύσεις και στις απολαύσεις του φαγητού

Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ: «Η δικαιοσύνη είναι ... στην πολιτική κοινωνία»

Η ενότητα κλείνει με την αναφορά του Αριστοτέλη στη μεγάλη σημασία που έχει η δικαιοσύνη για τη συγκρότηση πολιτικής κοινωνίας. Αποτελεί κατά τη γνώμη του, συστατικό στοιχείο της πόλης, επειδή είναι σε θέση να εξασφαλίσει την τάξη και την οργάνωση μέσα στην πολιτική κοινωνία. Έτσι, λοιπόν, η δικαιοσύνη νοείται ως:

α) αρετή: είναι η ιδιότητα του ανθρώπου να πράττει με γνώμονα τους γραπτούς νόμους της πολιτείας και δείχνοντας τον απαιτούμενο σεβασμό στους άγραφους νόμους,

β) θεσμός της πολιτείας: είναι το σύνολο των κανόνων που εξασφαλίζουν την τάξη και την αρμονική συμβίωση μέσα στην πόλη,

γ) κοινωνική αρετή: η ιδιότητα του ατόμου να ζει σύμφωνα με την κοινωνική ηθική-τους άγραφους νόμους της πόλης. 


Ενότητα 8 - Φάκελος Υλικού (Σημειώσεις)

ΟΜΟΡΙΖΑ

ἀπείκασον: απεικόνιση, εικασία, εικαστικός, εικόνα, εικονίδιο, εικονικός, εικόνισμα, εικονιστικός, εικονογράφημα, εικονογραφία, εικονογραφικός, εικονογράφος, εικονοκλασία, εικονοκλάστης, εικονολάτρης, εικονολατρία, εικονολήπτης, εικονοσκόπιο, εικονοστάσι, εικονοτυπία, εικότως, επιεικής.

Πάθει: άσχω: αντιπάθεια, απάθεια, εμπαθής, ηδυπάθεια, πάθημα, πάθηση, παθητικός, παθογένεια, πάθος, πένθος, συμπάθεια.

ἰδὲ: ανύποπτος, αόρατος, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, επόπτης, ιδέα, ιδεοληψία, κάτοπτρο, κάτοψη, μάτι, οπή, οπτικός, όραμα, οραματιστής, όραση, ορατός, οφθαλμός, παντεπόπτης, πρόσοψη, ύποπτος.

καταγείῳ: απόγειο, απογείωση, γαιάνθρακας, γαιοκτήμονας, γεωγραφία, γεωμετρία, γεώτρηση, γεωτρύπανο, γηγενής, γήινος, γήλοφος, γήπεδο, ισόγειος, προσγείωση, υπέργειος, υπόγειος.

ναπεπταμένην: καταπέτασμα, παραπέτασμα, πέταγμα, πέταλο, πεταλούδα, πέτασος, πεταχτός, πετεινός, πτερό, πτέρυγα, πτήση, πτητικός, υψιπέτης.

ἐχούσῃ: ανακωχή, ανοχή, αντοχή, άσχετος, ενοχή, έξη, εξής, ευεξία, καθεξής, κατοχικός, καχεκτικός, κληρούχος, μέτοχος, πάροχος, πολιούχος, ραβδούχος, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχήμα, σχολείο.

περιάγειν: αγωγή, αγωγός, αγώνας, άγημα, άξονας, απαγωγή, συναγωγή, διαγωγή, εισαγωγέας, αρχηγός, στρατηγός, λοχαγός, ξεναγός, αγέλη, αγώγι, αγωγιάτης, αγώγιμος, ακτίνα, άμαξα, ανάγωγος, άξιος, εισακτέος, επαγωγός, επείσακτος, ευαγής, καταγώγιο, παιδαγωγός, παρείσακτος, παρθεναγωγείο, πλοηγός, συναξάρι, σύναξη, υδραγωγείο.

παρκοδομημένον: ανοικοδόμηση, ανοικοδόμητος, δομή, δόμηση, δομικός, οικοδόμημα, οικοδόμηση, οικοδομικός, οικοδόμος, πολεοδομία, πολεοδομικός, πολεοδόμος.

Πρόκειται: αντικειμενικός, διακειμενικός, κατάκοιτος, κείμενο, κειμήλιο, κοίτη, κοιτίδα, κοιτώνας, προκείμενο, υποκειμενικός.

φη : άφατος, προφήτης, φήμη, φωνή.

φέροντας: αμφορέας, ασθενοφόρο, αυτόφωρος, διάφορος, διένεξη, διηνεκής, κατάφωρος, μαρσιποφόρο, μεταφορέας, μεταφορικός, οισοφάγος, παράφορος, πολύφερνος, φαρέτρα, φερέγγυος, φέρετρο, φερτός, φορά, φορέας, φορείο, φόρεμα, φόρος, φόρτος, φωριαμός.

φθεγγομένους: απόφθεγμα, άφθογγος, δίφθογγος, φθογγικός, φθογγόγραμμα, φθογγολογία, φθογγολογικός, φθόγγος, φθογγόσημα.

ὁμοίους : ομόκεντρος, ομολογητής, ομόλογος, ομομήτριος, ομόνοια, ομοούσιος, ομοπάτριος, όμορος, ομόρριζος, ομόρρυθμος, ομότιμος, παρόμοιος, παρομοίως, ανόμοιος, εξομοίωση, ομοβροντία, ομογένεια, ομογενής, ομόγλωσσος, ομογραφία, ομοδικία, ομόδοξος, ομοεθνής, ομοειδής, ομόζυγος, ομόηχος, ομόθρησκος, ομοθυμαδόν, ομοιογένεια, ομοιογενής, ομοιοκατάληκτος, ομοιομερής, ομοιόμορφος, ομοιοπαθής, ομοιοπαθητικός, ομοιόσταση, ομοιόσχημος, ομοιοτέλευτος, ομοιότητα, ομοιότροπος, ομοιότυπος, ομοιοχρωμία, ομοίωμα, ομοκεντρικός.


ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

1.«Μετ τατα δ, επον»

Η φράση αυτή υποδηλώνει ότι ο Σωκράτης αναδιηγείται σε κάποιον φίλο του τι είπε στον Γλαύκωνα και στους άλλους συνομιλητές του την προηγούμενη μέρα στο σπίτι του Κέφαλου και συγχρόνως ότι συνεχίζεται η συζήτηση που είχε ξεκινήσει σχετικά με τη λειτουργία της δικαιοσύνης στο πλαίσιο της ιδεώδους πολιτείας. Ήδη έχει γίνει λόγος για τους φύλακες, τους άρχοντες, τις γυναίκες, τα παιδιά. Στη συνέχεια η συζήτηση στράφηκε στους φιλοσόφους, που αποτελούν τα μοναδικά πρόσωπα που μπορούν να σώσουν την πολιτεία, αν γίνουν άρχοντες ή αν οι άρχοντες γίνουν φιλόσοφοι. Εδώ, στον μύθο του σπηλαίου, σχολιάζεται «έσχατη και ανώτερη γνώση» που κρίνεται αναγκαία για τον φιλόσοφο -άρχοντα της ιδανικής πολιτείας.

2.«πείκασον»

Με το ρήμα «ἀπείκασον» ο Σωκράτης μάς εισάγει στην παρομοίωση ή μεταφορά του σπηλαίου: παρομοιάζει τον κόσμο με σπηλιά και τους ανθρώπους με δεσμώτες. Όταν, όμως, η παρομοίωση ή η μεταφορά δεν περιορίζεται σε μια έννοια ή φράση, αλλά εκτείνεται σε μεγαλύτερο τμήμα του κειμένου ή σε μια ενότητα ή και σε ολόκληρο το έργο, όπως συμβαίνει στη δική μας περίπτωση, τότε ονομάζεται αλληγορία. Η αλληγορία, επομένως, είναι ένας εκφραστικός τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας άλλα λέει και άλλα εννοεί. Πρόκειται, συνεπώς, για συνεχή μεταφορά ή παρομοίωση. Ο Πλάτωνας τη χρησιμοποιεί για να κάνει πιο κατανοητές δύσκολες φιλοσοφικές έννοιες και για να κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Επίσης, ο εκφραστικός αυτός τρόπος τού είναι χρήσιμος, όταν θέλει να θεμελιώσει απόψεις που δεν μπορούν να στηριχτούν με τη διαλεκτική ή για να ενισχύσει τη διαλεκτική. Η αξία της είναι διδακτική και όχι αποδεικτική. Επίσης, η αλληγορία είναι ένας αναλογικός συλλογισμός τον οποίο ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί για να δείξει πώς βλέπει τον κόσμο και όχι για να αιτιολογήσει την κατάσταση του κόσμου.

3.«τν μετέραν φύσιν παιδείας τε πέρι καπαιδευσίας.»

Παρουσιάζοντας ο Σωκράτης το θέμα του μύθου συνδέει οργανικά τη δίκαιη πόλη με την παιδεία. Η μεταβολή προς το αγαθό στην πόλη είναι επιτεύξιμη, μόνο αν οι φιλόσοφοι γίνουν άρχοντες ή οι άρχοντες φιλόσοφοι. Στον μύθο παρακολουθούμε την πορεία διαμόρφωσης του φιλοσόφου - άρχοντα και διευκρινίζεται η ουσία του «φωτός» που προϋποτίθεται για να γίνει κάποιος φιλόσοφος - άρχοντας.

Για την καλύτερη κατανόηση κρίνουμε ορθό να αναφέρουμε σύντομα τις έννοιες της Ιδέας/του Είδους και του ειδώλου/αντιγράφου στον Πλάτωνα, όπως επίσης και τους βαθμούς πραγματικότητας και την αντιστοιχία τους με τη γραμμή της γνώσης, που βρίσκουμε στην πλατωνική Πολιτεία, και των οποίων αλληγορική απόδοση αποτελεί ο «μύθος του σπηλαίου».

Οι Ιδέες, κατά τον Πλάτωνα, είναι νοητές, αιώνιες, άυλες, άφθαρτες, αμετάβλητες, αυθύπαρκτες, υπερβατικές οντότητες που αφορούν το «ὄν ὄντως», το «εἶναι του κόσμου», και αποτελούν, τα πρότυπα των αισθητών αντικειμένων (είδωλα) που είναι χρονικά πεπερασμένα, φθαρτά, μεταβλητά κ.τ.λ. και αφορούν το «γίγνεσθαι» του κόσμου. Ανώτερη Ιδέα από όλες είναι η Ιδέα του αγαθού, η οποία θεωρείται η πραγματική αιτία της ύπαρξης και δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο που βρίσκεται στον δρόμο της γνώσης να συλλάβει τα νοητά όντα. Η Ιδέα του αγαθού συγκρίνεται από τον ίδιο τον Πλάτωνα με τον ήλιο που από τη μια επιτρέπει τη γέννηση των πραγμάτων στον αισθητό κόσμο και από την άλλη μας επιτρέπει να τα βλέπουμε χάρη στο φως του.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τον πλατωνικό δυϊσμό υπάρχουν ο νοητός κόσμος, ανώτερος και «πρότυπος», και ο αισθητός κόσμος, κατώτερος και αντίγραφο του πρώτου. Κάθε κόσμος από τους δύο διαιρείται εκ νέου σε δύο μέρη, ανώτερο και κατώτερο. Έτσι, ο αισθητός κόσμος περιλαμβάνει το κατώτερο ποιοτικά είδος αισθητών πραγμάτων που αντιστοιχεί στις σκιές, και το ανώτερο ορατό που αντιστοιχεί στα «μᾶλλον ὄντα» (εδώ θα τοποθετούσαμε τους ανθρώπους τους φέροντας ανδριάντας κ.τ.λ. υπό το φως της τεχνητής φωτιάς). Ο νοητός κόσμος, με τη σειρά του, διαιρείται σε δύο μέρη, στο κατώτερο νοητό, στο οποίο αντιστοιχούν οι νοητικές μορφές που μετέχουν περισσότερο στις Ιδέες και λιγότερο στα αισθητά όντα (π.χ. τα ιδανικά σχήματα και σώματα της γεωμετρίας), και στο ανώτερο νοητό που αναφέρεται στις Ιδέες και στην ανώτερη όλων, στην Ιδέα του αγαθού.

Σε αυτό το οντολογικό σχήμα συνάπτεται η πλατωνική γραμμή της γνώσης, η οποία επίσης διαιρείται σε δύο μέρη με χαρακτηριστικό κριτήριο την πηγή της γνώσης:

1) Το κατώτερο μέρος της πλατωνικής γραμμής της γνώσης αφορά τη «Δόξα» και αντιστοιχεί στον αισθητό κόσμο με κυρίαρχη πηγή γνώσης την αίσθηση. Διαιρείται η «Δόξα» σε δύο αναβαθμούς γνώσης, κατώτερο και ανώτερο, την εικασία που συνδέεται με τις σκιές και ισοδυναμεί με την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στο δεδομένο της αίσθησης, και την πίστιν που συνδέεται με τα «μᾶλλον ὄντα» και ισοδυναμεί με την εμπιστοσύνη του ανθρώπου στην ίδια την αίσθηση και όχι πια στο δεδομένο της αίσθησης.

2) Το ανώτερο μέρος της πλατωνικής γραμμής της γνώσης αφορά τη «Νόησιν» και αντιστοιχεί στον νοητό κόσμο με κυρίαρχη πηγή γνώσης τη νόηση / το λογικό. Η «Νόησις διαιρείται και αυτή σε δύο αναβαθμούς γνώσης, κατώτερο και ανώτερο, τη διάνοια που συνδέεται με τις νοητές μορφές και ισοδυναμεί με τις ενέργειες του λογικού, οι οποίες στηρίζονται σε ορατές μορφές (π.χ. η γεωμετρία), και τη νόηση ή επιστήμη που συνδέεται με τις Ιδέες και την Ιδέα του αγαθού και ισοδυναμεί με τη σύλληψη του απόλυτου όντος με τη διαλεκτική / νόηση.

4.Οι συμβολισμοί της αλληγορίας του σπηλαίου

Στην παραστατική εικόνα των αλυσοδεμένων μέσα στην υπόγεια σπηλιά, παρουσιάζεται ο άνθρωπος της δόξας, της πλάνης, του περιορισμένου οπτικού πεδίου, της εξαναγκασμένης όρασης. Ο άνθρωπος, που εκλαμβάνει ως κάτι πραγματικό τη θέα της σκιάς των πραγμάτων, αγνοεί την αλήθεια και είναι ανίκανος για ουσιαστική βοήθεια προς το σύνολο. Αυτός ο άνθρωπος μόνο κακό μπορεί να προκαλέσει, αφού αδυνατεί να υπηρετήσει τόσο το ιδιωτικό όσο και το δημόσιο καλό. Συγκεκριμένα, στην 11η ενότητα εντοπίζονται οι εξής συμβολισμοί:

•Η σπηλιά: είναι η αισθητή πραγματικότητα, η πολιτική κοινωνία, στην οποία δεν κυβερνούν οι πεπαιδευμένοι, οι φιλόσοφοι.

•Οι δεσμώτες: είναι οι άνθρωποι που ζουν μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας και θεωρούν ότι οι σκιές είναι τα πραγματικά όντα.

•Οι σκιές - οι ήχοι: είναι τα δεδομένα της αίσθησης που οι αλυσοδεμένοι εκλαμβάνουν ως αληθινή πραγματικότητα. Πιστεύουν πως η μόνη πραγματικότητα είναι ό,τι βλέπουν ή ακούν, ό,τι τους δίνει η αίσθηση. Η στάση τους για την πραγματικότητα μπορεί να αποδοθεί με τον όρο «αφελής εμπειρισμός» και η γνωστική τους κατάσταση με το πρώτο στάδιο γνώσης του Πλάτωνα την «εικασία». Οι ήχοι που συνδέονται με τις σκιές αφορούν το δεδομένο της αίσθησης το οποίο και εμπιστεύεται το υποκείμενο έχοντας τη χαμηλότερη ποιότητα γνώσης (εικασία). Έτσι και σύμφωνα με το σχολικό βιβλίο (σελ. 116, παραπομπή «φθεγγομένους»), οι δεσμώτες συνδέουν τους ήχους με τις σκιές που βλέπουν και πιστεύουν ότι παραγωγοί των ήχων είναι οι σκιές.

•Οι αλυσίδες: είναι οι αισθήσεις που μας κρατούν δέσμιους και δεν μας αφήνουν να αντιληφθούμε την πραγματικότητα με τη βοήθεια της λογικής και υπό το φως του ορθού λόγου. Αν το εξετάσουμε σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο, οι αλυσίδες μπορούν να παρομοιαστούν με τα εμπόδια που συναντάμε στη ζωή μας, με την προσήλωσή μας στα υλικά αγαθά που μας κρατούν μακριά από τη θέαση του αγαθού.

•Η τεχνητή φωτιά: πρόκειται για την αίσθηση, την οποία ο άνθρωπος συνειδητοποιεί ως πηγή γνώσης, δηλαδή τη δυνατότητα που δίνει η αίσθηση στον άνθρωπο να αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Η φωτιά που καίει μέσα στη σπηλιά αποτελεί την πηγή του τεχνητού φωτός, από το οποίο φωτίζονται τα αντικείμενα μέσα στη σπηλιά και δημιουργούνται και οι σκιές. Έτσι, η φωτιά αυτή συμβολίζει την αίσθηση ως πηγή γνώσης.

Επιπλέον, αναφορικά με την πορεία του ανθρώπου από τον αισθητό στον νοητό κόσμο, γίνεται αντιληπτό ότι βρισκόμαστε στο στάδιο της γνώσης της «πίστεως», στο στάδιο δηλαδή κατά το οποίο οι απελευθερωμένοι δεσμώτες βλέπουν κάτι διαφορετικό από τις σκιές που μέχρι τώρα αντίκριζαν. Είναι η πρώτη συνειδητοποίηση ότι αυτά που έβλεπαν μέχρι τώρα δεν ήταν τα αληθινά όντα. Βέβαια, δεν έχουν φτάσει ακόμη στην απόλυτη θέαση του Αγαθού. Αυτό θα γίνει, όταν καταφέρουν να βγουν έξω από τη σπηλιά, στο φως του ήλιου και της γνώσης (αληθινό φως).

•Οι άνθρωποι που βρίσκονται ανάμεσα στη τεχνητή φωτιά και στους δεσμώτες - τα αντικείμενα που μεταφέρουν - οι ήχοι: πρόκειται για εικόνες φυσικών αντικειμένων που προέρχονται από το ανώτερο ορατόν. Δεν πρόκειται δηλαδή για τις σκιές, αλλά για τα αισθητά αντικείμενα στα οποία οφείλονται οι σκιές, και φωτίζονται από το τεχνητό φως της φωτιάς. Ο άνθρωπος αυτά τα συλλαμβάνει με την αίσθηση, και βρίσκεται στη γνωστική κατάσταση της «πίστεως». Ό,τι υπάρχει στη σπηλιά (με την εξαίρεση των φερόντων και των ίδιων των δεσμωτών) είτε είναι σκεύη είτε σκιές, θα πρέπει να θεωρηθούν λιγότερο φωτεινά και αληθή από τα ορατά που βρίσκονται εκτός σπηλιάς. Οι ήχοι που συνδέονται με τους φέροντας τα διάφορα αντικείμενα αφορούν την εμπιστοσύνη του υποκειμένου στην ίδια την αίσθηση και όχι πια στο δεδομένο της (πίστις). Από την άποψη αυτή ο ήχος συνδέεται με ό,τι τον παράγει και όχι με τη σκιά του.

Επομένως, για να συνοψίσουμε, καταλήγουμε ότι αυτοί που μεταφέρουν τα αντικείμενα, τα ίδια τα αντικείμενα, οι ήχοι και η φωτιά αφενός βρίσκονται μέσα στο σπήλαιο, αφετέρου συμβολίζουν τα «μᾶλλον ὄντα», που για να τα γνωρίσουν οι δεσμώτες έπρεπε να απελευθερωθούν και να αρχίσουν την «ανάβαση» εντός σπηλιάς, αφήνοντας πίσω τους τις εικασίες, και τον σκιώδη κόσμο (σκιές) που αυτοί έβλεπαν (και άκουγαν). Βρισκόμαστε δηλαδή από γνωσιολογική άποψη στο επίπεδο της πίστης, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος εμπιστεύεται την ίδια την αίσθηση (φωτιά) και όχι το δεδομένο της (σκιά). Έτσι, η πίστις είναι γνώση ανώτερη από την εικασία, αλλά και οι δύο, εικασία και πίστις, αντιστοιχούν στον αισθητό κόσμο και στη δόξα, δηλαδή στην αισθητηριακή γνώση, η οποία είναι μεταβαλλόμενη και ασταθής και άρα όχι αληθινή.

•Ο φωτεινός κόσμος: είναι ο κόσμος που βρίσκεται έξω από τη σπηλιά και συμβολίζει τον κόσμο των ιδεών, την αληθινή πραγματικότητα, που γίνεται αντιληπτή μόνο με τη νόησης.

•Ο ήλιος ως πηγή φωτός: είναι η ύψιστη Ιδέα του Αγαθού.

•Η πορεία από το σπήλαιο προς την έξοδο: συμβολίζει την πορεία του δεσμώτη από την άγνοια προς τη γνώση, την απελευθέρωσή του, που σκοπό έχει την κατάκτηση της γνώσης και της αλήθειας με τη νόηση και την παιδεία και, επομένως, τη μεταστροφή του σε φιλόσοφο-βασιλέα. Έτσι, ο αισθητός κόσμος η εικασία και η πίστη αντιστοιχούν στον κόσμο εντός της σπηλιάς, από τον χαμηλότερο και σκοτεινότερο χώρο προς τον υψηλότερο και φωτεινότερο, εντός σπηλιάς. Από την άλλη, ο πνευματικός κόσμος, η διάνοια και η νόηση αντιστοιχούν στον κόσμο έξω από τη σπηλιά από τον φωτεινό χώρο στην πηγή του φωτός (Ιδέα του Αγαθού). Έχοντας αποκτήσει ο άνθρωπος αυτά τα γνωστικά και κατά συνέπεια και ηθικά εφόδια-παιδεία θα μπορέσει να αφοσιωθεί πλήρως στο έργο της διακυβέρνησης της πολιτείας, που είναι και το ζητούμενο.

Συνοπτικά, για να κατακτήσει κανείς τη γνώση-την παιδεία και να ξεφύγει από την «απαιδευσίαν» χρειάζεται σταδιακά να αποδεσμεύεται από την κυριαρχία της αίσθησης και να κατακτήσει τη νόηση, να πορευτεί δηλαδή από τον αισθητό κόσμο στον νοητό. Ειδικότερα, η πορεία της γνώσης έχει ως εξής:

Αισθητός κόσμος:

α. ο κόσμος της δόξας (= γνώμης) ή της εικασίας: οι δεσμώτες βλέπουν τις σκιές των πραγμάτων, εμπιστεύονται ό,τι αισθάνονται.

β. η πίστη: ο απελευθερωμένος δεσμώτης αντικρίζει για πρώτη φορά τα αισθητά πράγματα (αυτά που μεταφέρουν οι άνθρωποι κατά μήκος του τοίχου) και τη φωτιά χάρη στην οποία «βλέπει» τον κόσμο της σπηλιάς. Συνειδητοποιεί πως διαθέτει αισθήσεις, στις οποίες οφείλεται η αντίληψή του για τον κόσμο.

Νοητός κόσμος:

α. διάνοια: ο απελευθερωμένος δεσμώτης αντικρίζει την εξωτερική πραγματικότητα, τον νοητό κόσμο, τις Ιδέες, τα «ὄντα ὄντως».

β. νόηση: ο απελευθερωμένος δεσμώτης ατενίζει τον ίδιο τον ήλιο, την πηγή του φωτός, δηλαδή φτάνει στη θέαση της Ιδέας του Αγαθού («... ο Πλάτωνας την ιδέα του αγαθού σαν πηγή της πνευματικής ύπαρξης, που δίνει στα νοητά αντικείμενα την αλήθεια και στον άνθρωπο που βρίσκεται στο δρόμο της γνώσης τη δυνατότητα να τα συλλάβει, τη συγκρίνει με τον ήλιο, που επιτρέπει στα πράγματα να γεννιούνται μέσα στον ορατό κόσμο, μας δημιουργεί όμως χάρη στο φως την προϋπόθεση με την οποία τα βλέπουμε.» A. Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Θεσσαλονίκη, 1964 σελ. 736-737).

5.σπερ τος θαυματοποιος

Ο Πλάτωνας φαίνεται ότι έχει υπόψη του παραστάσεις θεάτρου σκιών ή νευροσπαστών (νευροσπάστης, - ου: αυτός που κινεί με χορδές ή λεπτούς σπάγγους ομοιώματα κούκλες. Τα ομοιώματα αυτά λέγονταν νευρόσπαστα ή πλαγγόνες).

Ο Πλάτωνας παρομοιάζει τον μικρό τοίχο που είναι παράλληλα χτισμένος με τον δρόμο με το διαχωριστικό διάφραγμα των «θαυματοποιών», εκείνων, δηλαδή, που δίνουν παραστάσεις παρουσιάζοντας διάφορες ταχυδακτυλουργίες. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο λειτουργεί αυτός ο τοίχος και οι μορφές, οι σκιές των οποίων προβάλλονται μέσα στη σπηλιά, παραπέμπει σε κάτι ανάλογο του θεάτρου σκιών. Κάτι αντίστοιχο, ένα κουκλοθέατρο με μαριονέτες, παρουσιάζεται και από τον Αριστοτέλη. Προφανώς, λοιπόν, το κοινό της εποχής ήταν συνηθισμένο σε τέτοιου είδους παραστάσεις

6.«τοπον, φη... μοίους μν δ' γώ.»

Η αφήγηση διακόπτεται με διπλό σχόλιο:

α) αξιολογικό σχόλιο του Γλαύκωνα: «Ἄτοπον εἰκόνα ... καὶ δεσμώτας ἀτόπους» με το οποίο εκφράζει την έκπληξή του και συγκρατημένη επιφύλαξη για όσα διατυπώνει ο Σωκράτης (με την επανάληψη της λέξης «άτοπον»).

β) Ὁμοίους ἡμῖν: επεξηγηματικό σχόλιο του Σωκράτη με το οποίο αποκαλύπτει τον συμβολισμό των δεσμωτών, διευκολύνει τους συνομιλητές του να τον καταλάβουν, ανανεώνει το ενδιαφέρον τους για τη συνέχεια και αποφεύγει τη μονοτονία.

Ο Σωκράτης με το σχόλιο «μοίους μν» παραλληλίζει τους δεσμώτες με τη σύγχρονη πολιτική κοινωνία και τον κόσμο του σπηλαίου με τον αισθητό κόσμο. Στην πολιτική κοινωνία η αδικία και η αναξιοκρατία κυριαρχούν, οι δημαγωγοί ασκούν την εξουσία και όχι οι φιλόσοφοι. Οι άνθρωποι ζουν μέσα στο σκοτάδι της αμάθειας, δέσμιοι των παθών τους, των προκαταλήψεων και των ψευδαισθήσεών τους μακριά από την αλήθεια. Έτσι, έμμεσα εισάγεται το θέμα που θα αναπτυχθεί στην επόμενη ενότητα: το χρέος του απελευθερωμένου δεσμώτη, δηλαδή του φιλοσόφου, που κατάφερε να θεαθεί την Ιδέα του αγαθού, να ξανακατέβει στο σπήλαιο και να οδηγήσει προς την έξοδο και τους υπόλοιπους δεσμώτες.

ΓΛΩΣΣΑ-ΥΦΟΣ

Η γλώσσα του κειμένου είναι ποιητική και το ύφος γλαφυρό. Το λεξιλόγιο του Πλάτωνα δεν είναι τυπικά φιλοσοφικό και χαρακτηρίζεται από τη φειδωλή χρήση τεχνικών όρων. Αντίθετα εντυπωσιάζει με την ψευδαίσθηση του καθημερινού λόγου των μορφωμένων που πετυχαίνει στους διαλόγους, με τη χρήση περιφράσεων, μεταφορών και κυρίως παρομοιώσεων που καθιστούν τον λόγο του ποιητικό. Γενικά, ο πλούτος του λεξιλογίου και η απουσία συστηματικής χρήσης φιλοσοφικής ορολογίας αποτελούν πλεονεκτήματα του ύφους που καθιστούν την ανάγνωση του πλατωνικού κειμένου προσιτή και ελκυστική. Ενδεικτικά παραδείγματα:

•Η χρήση των επιθέτων «κατάγειος», «σπηλαιώδης», όπως και η χρήση σύνθετων ρημάτων και ρηματικών τύπων («καταμένειν», «περιάγειν», «παρῳκοδομημένον», «ὑπερέχοντα», «παραφερόντων») προσδίδουν ακρίβεια και λεπτομέρεια στην περιγραφή του σπηλαίου.

•Οι προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους παρατακτικά.

•Πολυσύνδετο σχήμα:

«ὄντας ἐν δεσμοῖς καὶ τὰ σκέλη καὶ τοὺς αὐχένας»

«ὥστε μένειν τε αὐτοὺς εἴς τε τὸ πρόσθεν μόνον ὁρᾶν»

«σκεύη τε παντοδαπὰ ... καὶ ἀνδριάντας καὶ ἄλλα ζῷα λίθινά τε καὶ ξύλινα καὶ παντοῖα εἰργασμένα»

Εκφραστικά μέσα

•Αλληγορία: όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η αλληγορία είναι ένας εκφραστικός τρόπος, με τον οποίο ο συγγραφέας άλλα λέει και άλλα εννοεί. Πρόκειται, συνεπώς, για συνεχή μεταφορά ή παρομοίωση. Ο Πλάτωνας τη χρησιμοποιεί για να κάνει πιο κατανοητές δύσκολες φιλοσοφικές έννοιες και για να κερδίσει την προσοχή και το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Επίσης, ο εκφραστικός αυτός τρόπος τού είναι χρήσιμος, όταν θέλει να θεμελιώσει απόψεις που δεν μπορούν να στηριχτούν με τη διαλεκτική ή για να ενισχύσει τη διαλεκτική.

•Διάλογος: χάρη σ' αυτόν η περιγραφή του σπηλαίου δεν γίνεται μονότονη, αλλά αποκτά ζωντάνια και παραστατικότητα.

•Χρήση β' ενικού προσώπου: η χρήση β' ενικού προσώπου («ἀπείκασον», «ἰδὲ», «ὅρα») συνδέεται με τον διάλογο και προσδίδει στην περιγραφή αμεσότητα.

•Εικόνες: η περιγραφή του σπηλαίου δίνεται με πληθώρα οπτικο-ακουστικών και κινητικών εικόνων. Ειδικότερα, μπορούμε να αναφέρουμε τα εξής παραδείγματα:

α. οπτικές εικόνες: η περιγραφή της σπηλιάς («καταγείῳ οἰκήσει σπηλαιώδει»), οι ακινητοποιημένοι δεσμώτες («ἐν δεσμοῖς ... ἀδυνάτους περιάγειν»), η παρουσίαση της φωτιάς που καίει στο πίσω μέρος («φῶς δὲ ... αὐτῶν») και του τοίχου («μεταξὺ δὲ ... δεικνύασιν»).

β. κινητική εικόνα: η παρουσίαση των ανθρώπων οι οποίοι κινούνται στον δρόμο («ὅρα τοίνυν ... εἰργασμένα»).

γ. ακουστική εικόνα: οι ομιλίες των ανθρώπων που ακούγονται κατά το πέρασμά τους («οἷον ... παραφερόντων»).

ENOTHTA 10 (ΦΑΚΕΛΟΣ ΥΛΙΚΟΥ)

ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

1.Τί δέ; Σε προηγούμενες ενότητες ο Σωκράτης είχε αναφερθεί στη βλαβερή επίδραση των καταχρήσεων και των υλικών απολαύσεων, οι οποίες δεν επιτρέπουν στην ψυχή να λειτουργήσει με τον νου, αλλά την καθηλώνουν στις επιθυμίες, τα πάθη και τις αισθήσεις. Είχε μάλιστα τονίσει ότι, αν βρισκόταν κάποιος να συνετίσει τους ανθρώπους από την παιδική τους κιόλας ηλικία, αυτοί θα απελευθερώνονταν από τα πάθη τους και θα στρέφονταν στην αληθινή ουσία των πραγμάτων. Έτσι, η συζήτηση αυτή δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για να περάσει ομαλά στο χρέος των απελευθερωμένων ανθρώπων, δηλαδή των φιλοσόφων. Οφείλουν, λοιπόν, κι αυτοί αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση της πολιτείας να καθοδηγήσουν τους απλούς ανθρώπους, να τους βγάλουν από την άγνοια, να τους ελευθερώσουν από τα πάθη και τις αδυναμίες που τους κρατούν μακριά από το αγαθό.

2. Ο Σωκράτης διακρίνει δύο κατηγορίες ανθρώπων, ακατάλληλων να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της πολιτείας, τους απαίδευτους και τους πεπαιδευμένους. Ειδικότερα:

α) μήτε τούς παιδεύτους καληθείας πείρους κανς ν ποτε πόλιν πιτροπεσαι,

α) τοὺς μὲν ὅτι σκοπὸν ἐν τῷ βίῳ οὐκ ἔχουσιν ἕνα, οὗ στοχαζομένους δεῖ ἅπαντα πράττειν ἃ ἂν πράττωσιν ἰδίᾳ τε καὶ δημοσίᾳ,

Οι απαίδευτοι («ἀπαιδεύτους»), οι τυχαίοι και αφιλοσόφητοι πολιτικοί δεν μπορούν να κυβερνήσουν σωστά μια πολιτεία, διότι τους λείπει η παιδεία («ἀληθείας ἀπείρους»), δεν έχουν γνώσεις ούτε έχουν κατακτήσει την αρετή, μέσα απαραίτητα για να φτάσουν στη θέαση του αγαθού. Επιπλέον, δεν έχουν έναν συγκεκριμένο στόχο στη ζωή τους, έναν ανώτερο στόχο, που να κατευθύνει όλες τους τις ενέργειες («τοὺς μὲν ὅτι ... καὶ δημοσίᾳ») παρά μόνο το προσωπικό τους συμφέρον. Αντιθέτως ο μοναδικός σκοπός που έχουν οι φύλακες της πολιτείας είναι να υπηρετήσουν πιστά και ανιδιοτελώς την πόλη όλη. (η απόλυτη αφοσίωση στην υπηρέτηση της πολιτείας ήταν χαρακτηριστικό που όφειλαν να διαθέτουν οι φιλόσοφοι-άρχοντες στο πλαίσιο της ιδανικής πολιτείας, που περιγράφει ο Πλάτωνας στην Πολιτεία, αφού δεν είχαν οικογένεια ούτε περιουσία, για να είναι ανεπηρέαστοι και πλήρως αφοσιωμένοι στο κοπιώδες λειτούργημά τους). Αντίθετα, οι στόχοι και τα κίνητρα των απαίδευτων είναι ταπεινά: παρασύρονται από υλικά αγαθά και αξιώματα, προσπαθούν να εξυπηρετήσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα και έχουν τάσεις αυτοπροβολής. Είναι ιδιοτελείς, αλαζόνες και ασυνεπείς απέναντι στις ευθύνες άσκησης της εξουσίας, ανάξιοι και ανίκανοι να διαχειριστούν τις υποθέσεις της πόλης για το κοινό καλό, ώστε να διασφαλίσουν την ευημερία όλων.

Στην κατηγορία αυτή εντάσσει ο Πλάτωνας και τους πολιτικούς ηγέτες της εποχής του, χωρίς να κάνει εξαίρεση ούτε για τον Περικλή και τον Θεμιστοκλή. Κατά τη γνώμη του, είναι κι αυτοί υπεύθυνοι για την καταστροφή της Αθήνας, γιατί φρόντισαν περισσότερο για την υλική (οικονομική-στρατιωτική) ανάπτυξη της πόλης και λιγότερο για τη δικαιοσύνη και την πνευματική ζωή των πολιτών.

β) μήτε τος ν παιδείωμένους διατρίβειν δι τέλους,

β) τοὺς δὲ ὅτι ἑκόντες εἶναι οὐ πράξουσιν, ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι;

Αυτοί δεν κρίνονται ικανοί να διοικήσουν σωστά μια πολιτεία, όχι γιατί δεν διαθέτουν τα τυπικά προσόντα - άλλωστε γνωρίζουν την αλήθεια, έχουν κατακτήσει την αρετή και έχουν φτάσει στη θέαση του αγαθού - αλλά γιατί προτιμούν να ζουν αφοσιωμένοι στις πνευματικές τους ενασχολήσεις και να απέχουν από τα προβλήματα της καθημερινής ζωής και την ενεργό πολιτική. Η πολιτική δραστηριότητα, η ενασχόληση με τα κοινά και η διαχείριση των προβλημάτων της πόλης δεν τους αφορά. Επίσης δείχνουν αδιαφορία για την εξουσία, τις τιμές, τον σεβασμό και την αγάπη των συμπολιτών τους. Η επιθυμία τους να συνεχίσουν να ζουν στον δικό τους κόσμο των πνευματικών ενασχολήσεων παρουσιάζεται στο κείμενο με την παρομοίωση των νησιών των μακαρίων: οι πεπαιδευμένοι-φιλόσοφοι πιστεύουν ότι ζουν στα νησιά των μακαρίων, ενώ είναι ακόμα ζωντανοί («τοὺς δὲ ... ἀπῳκίσθαι»). Η πεποίθησή τους αυτή υποδηλώνει και την πιθανή αλαζονεία τους. Από την άλλη, η απροθυμία τους να συμμετέχουν στην ενεργό πολιτική ζωή εκφράζεται με μια διπλή άρνηση: «μὴ ἐθέλειν ... μηδὲ μετέχειν».

3.«ν μακάρων νήσοις»Σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες τα νησιά των μακαρίων βρίσκονταν πέρα από τις στήλες του Ηρακλή, στη Δύση (πέρα από το σημερινό Γιβραλτάρ), στο ρεύμα του Ωκεανού. Εκεί κατοικούσαν μετά τον θάνατό τους οι ήρωες, οι άνθρωποι της πρώτης γενιάς του ανθρώπινου γένους (της χρυσής εποχής) και οι ευσεβείς, μέσα σε απόλυτη ευτυχία και γαλήνη. Τα νησιά αυτά προσομοιάζουν στον Παράδεισο της χριστιανικής θρησκείας. Οι πεπαιδευμένοι, όμως, πιστεύουν ότι κατοικούν εκεί, ενώ είναι ακόμα ζωντανοί.

4.«ν παιδεία»Αρχική σημασία της λέξης είναι αυτό που πρέπει να μάθει το παιδί, η ανατροφή, η διαπαιδαγώγηση του παιδιού. Από τον 5ο, όμως, αιώνα και εξής ως όρος της παιδαγωγικής δηλώνει τη γενική καλλιέργεια (σωματική και πνευματική), που αποτελεί προνόμιο μόνο του ανθρώπου (γι' αυτό άλλωστε και στα λατινικά αποδίδεται με τον όρο humanitas). Βάση της παιδείας είναι για τον Πλάτωνα η μουσική (λογοτεχνία, τραγούδι, καλλιέργεια της καλλιτεχνικής ευαισθησίας) και γυμναστική. Παίδευση είναι η πορεία προς την παιδεία Συγκεκριμένα, για τον Πλάτωνα παιδεία είναι η στροφή της ψυχής προς την ιδέα του αγαθού, η δύσκολη πορεία από την άγνοια στη γνώση. Σε άλλο σημείο της Πολιτείας ο Πλάτωνας αναφέρει ότι η παιδεία παρέχεται για το σώμα με τη γυμναστική και για την ψυχή με τη μουσική.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι η παιδεία έχει τεράστια σημασία για τον φιλόσοφο και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να λειτουργήσει σωστά η πολιτεία. Ένας πεπαιδευμένος πολιτικός ηγέτης μπορεί να καθοδηγήσει σωστά τους πολίτες και να συμβάλει στην απονομή της δικαιοσύνης και την κατάκτηση της ευτυχίας. Ένας πεπαιδευμένος πολίτης, από την άλλη, μπορεί με τη σωστή καθοδήγηση να μάθει να τηρεί τους νόμους, να συμβιώνει αρμονικά με τους συμπολίτες του, να δείχνει σεβασμό στο πρόσωπό τους και να συνεργάζεται εποικοδομητικά.

Συγκεφαλαιώνοντας, παρατηρούμε ότι ο Σωκράτης με τη συλλογιστική της «εις άτοπον απαγωγής» απορρίπτει τους απαίδευτους και τους πεπαιδευμένους ως ακατάλληλους φορείς εξουσίας, γιατί η κάθε μία κατηγορία ανθρώπων δεν διαθέτει αυτό που διαθέτει η άλλη: σκοπό που να συνδέεται με την παιδεία η μία, πρακτικό προσανατολισμό της παιδείας η άλλη. Με τον τρόπο αυτό μας προετοιμάζει για το ιδανικό ζεύγος γνωρισμάτων που είναι ανάγκη να χαρακτηρίζει τον φιλόσοφο - άρχοντα: τη γνώση και την πράξη. Το ζεύγος «γνώσης και πράξης» φωτίζει την πολιτική αντίληψη του Πλάτωνα. Η γνώση καταξιώνεται , όταν ακολουθείται από ανάλογες πράξεις στην ιδιωτική και δημόσια ζωή· αλλά και η πράξη είναι χρήσιμη, όταν κατευθύνεται από γνώση που έχει συγκεκριμένο σκοπό.

5.«μέτερον δργον... νν πιτρέπεται.»Έργο των ιδρυτών της πολιτείας («τῶν οἰκιστῶν») είναι να ενδιαφερθούν για την εδραίωση της ιδανικής πολιτείας, δηλαδή να οδηγήσουν τα ξεχωριστά πνεύματα («τὰς βελτίστας φύσεις»), τους φιλοσόφους, στην αρετή και στη θέαση του αγαθού («μέγιστον μάθημα») και να μην τους αφήνουν να αδρανούν μένοντας μακριά από την πολιτική ζωή («μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται»).

6.«τν οκιστν»Με τη λέξη αυτή ο Σωκράτης εννοεί τον εαυτό του και τους συνομιλητές του, (κυρίως το Γλαύκωνα και τον Αδείμαντο που είναι οι κύριοι συζητητές από το δεύτερο βιβλίο της Πολιτείας και μετά) στη συζήτηση που διεξάγεται στο σπίτι του Κέφαλου) μαζί με τους οποίους οραματίζεται την ιδανική πολιτεία και προσπαθεί να την κάνει πράξη.

7.«τς βελτίστας φύσεις ναγκάσαι»

Με τον όρο «φύσις» αρχικά εννοείται αυτό που ο άνθρωπος δεν μπορεί να κατασκευάσει ο ίδιος, αλλά το βρίσκει να προϋπάρχει. Μπορεί βέβαια με την τέχνη να το συμπληρώσει, αλλά δεν είναι σε θέση να το αλλάξει ουσιωδώς. Φύσις επομένως σε σχέση με τον άνθρωπο είναι τα χαρίσματα και τα ελαττώματα που έχει ως κτήμα του. Για τον Πλάτωνα η φύση παίζει καθοριστικό ρόλο στην εκλογή του άριστου βίου.

Συγκεκριμένα, με τον όρο «βελτίστας φύσεις» ο Πλάτων εννοεί τους ανθρώπους με φυσικά χαρίσματα, όπως υψηλή ευφυΐα, οξύτητα πνεύματος, ψυχικές δυνάμεις κ.ά. Ο Πλάτων πιστεύει ότι δεν διαθέτουν όλοι οι άνθρωποι από τη φύση τις ίδιες πνευματικές ικανότητες και ψυχικές δυνάμεις και συνεπώς τα αποτελέσματα της παιδείας θα είναι ανάλογα των φυσικών προδιαθέσεων του ανθρώπου (όπως για παράδειγμα αυτοί που ανήκουν στην τάξη των δημιουργών, ο συνδυασμός φύσης και παιδείας τους κατέταξε στην τάξη αυτή)). Συνεπώς, δεν μπορούν να δουν όλοι οι άνθρωποι το αγαθό. Επιπλέον η πορεία των βελτίστων φύσεων προς τη θέαση της Ιδέας του αγαθού επιβάλλεται ως εξαναγκασμός (ἀναγκάσαι) στην ιδανική πολιτεία, συνιστά δηλαδή απόλυτη αναγκαιότητα, αναγκαία συνθήκη του ιδεώδους πολιτεύματος.

8.«μέγιστον μάθημα»: ο ορισμός του αγαθού Ο Πλάτωνας δεν δίνει μια σαφή ερμηνεία για τον τον όρο «αγαθό», που είναι από τους βασικότερους στο φιλοσοφικό του σύστημα, παρά αρκείται σε ορισμένους υπαινιγμούς. «Ἀγαθὸν» πάντως είναι:

α) το «εἶναι» και ό,τι διατηρεί το «εἶναι»,

β) η τάξη, ο κόσμος και η ενότητα που διαπερνά και συνέχει την πολλαπλότητα,

γ) ό,τι παρέχει την αλήθεια και την επιστήμη.

Η έκφραση «αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν» φαίνεται να δηλώνει την ύψιστη αρχή και την πηγή του όντος και της γνώσης. Πάντως, ήδη στην αρχαιότητα το «Πλάτωνος ἀγαθὸν» ήταν παροιμιακή έκφραση για κάτι το ασαφές και σκοτεινό. Σε έργο του Διογένη του Λαέρτιου κάποιος δούλος για να δηλώσει την άγνοια του πάνω σ' ένα θέμα λέει ότι το γνωρίζει λιγότερο από το Αγαθόν του Πλάτωνα το οποίο χαρακτηρίζει ως σκοτεινό φιλοσόφημα

Με τον όρο «μέγιστον μάθημα» ο Πλάτων εννοεί τη θέαση της Ιδέας του αγαθού, την ύψιστη γνώση, που τελικά συμπίπτει με το αγαθό, καθώς ο Πλάτωνας υποστηρίζει μια ηθική που στηρίζεται στο νου, δηλαδή η γνώση της αλήθειας δεν μπορεί παρά να οδηγεί κατά αναγκαιότητα σε ηθική πράξη, στην πραγμάτωση του αγαθού.

9.Οι χαρακτηρισμοί του αγαθού Στη δεύτερη παράγραφο του κειμένου ο Πλάτωνας, διά στόματος Σωκράτη, θα χαρακτηρίσει το αγαθό ως εξής:

α) το αγαθό είναι η μεγαλύτερη αξία («μέγιστον μάθημα»), αφού αυτό πρέπει να κατακτήσουν όλοι οι άνθρωποι και κυρίως όσοι πρόκειται να αναλάβουν τη διοίκηση της πολιτείας,

β) το αγαθό μπορεί να προσεγγιστεί και να το δει ο άνθρωπος, όχι βέβαια με τις αισθήσεις, αλλά με την καθαρή νόηση («ἀφικέσθαι», «ἰδεῖν», «ἴδωσι»),

γ) η κατάκτησή του είναι δύσκολη και απαιτεί κόπο, επίπονη προσπάθεια και αγώνα («ἀναβῆναι», «ἀνάβασιν», «ἀναβάντες»). Πρόκειται για μια ανοδική πορεία, που οδηγεί στην ολοένα υψηλότερη γνώση και διάπλαση ηθικού χαρακτήρα. Πολύ συχνά στον Πλάτωνα λέξεις που σημαίνουν το άνω και την ανάβαση χρησιμοποιούνται μεταφορικώς για την παιδεία και τα αγαθά που προσφέρει.

10.μπιτρέπειν ατος νν πιτρέπεται.

Ο Πλάτωνας συγχέει σκοπίμως τα όρια ανάμεσα στο θεωρητικό του οικοδόμημα, δηλαδή την ιδεώδη πολιτεία του και στη σύγχρονή του πολιτική πραγματικότητα. Με τη φράση «μὴ ἐπιτρέπειν αὐτοῖς ὃ νῦν ἐπιτρέπεται» ο φιλόσοφος κάνει επίκαιρο τον προβληματισμό του καταγγέλλοντας έμμεσα την απροθυμία των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη της διακυβέρνησης της πόλης. Έτσι στην ιδεώδη πολιτεία οι φιλόσοφοι δεν δικαιούνται να ζουν κατά τον τρόπο που παρατηρεί ο Σωκράτης ότι ζουν στην εποχή του, δηλαδή σαν να βρίσκονται ήδη στα «νησιά των μακάρων», κλεισμένοι στον γυάλινο και ασφαλή πύργο της γνώσης, ασχολούμενοι απερίσπαστοι με φιλοσοφικές αναζητήσεις και διανοητικές ασκήσεις. Και όλα αυτά με την εσφαλμένη ιδέα ότι η ενασχόληση με τον απλό λαό και τα καθημερινά προβλήματα της δημόσιας ζωής αποτελεί ντροπή, προσβολή και ηθική μείωση για τον άνθρωπο του πνεύματος. Αντίθετα, ο Σωκράτης υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος του πνεύματος οφείλει να επιστρέψει στην «σπηλιά», να ασχοληθεί με τα προβλήματα των απαίδευτων, να διαγνώσει τις ανάγκες τους, να τους διαφωτίσει και να τους δείξει τον δρόμο για το φως, να υποστεί τελικά ότι συνεπάγεται η αμάθεια και η άγνοια στην προσπάθειά του να τους βοηθήσει.

11.«Τ ποον δή; Τ ατο, ν δ' γώ, ... ετε φαυλότεραι ετε σπουδαιότεραι.» Το χρέος των ορθά πεπαιδευμένων ανθρώπων «στους αλυσοδεμένους της σπηλιάς»

Σ' αυτό το χωρίο του κειμένου ο Σωκράτης / Πλάτωνας αναφέρεται στο χρέος των φυλάκων στην ιδανική του πολιτεία. Αυτοί, αφού θα έχουν περάσει από τα στάδια εκπαίδευσης (δηλαδή: μουσική και γυμναστική παιδεία - μαθηματικές επιστήμες - σπουδή της διαλεκτικής), Στα 35 τους χρόνια πρέπει ν' αρχίσουν ν' αναλαμβάνουν τα πρώτα τους στρατιωτικά και διοικητικά αξιώματα και κυρίως οφείλουν (μετά τα 50 τους χρόνια) να κατέβουν στο σπήλαιο, δηλαδή στην πρακτική πολιτική, και να μεταδώσουν τις γνώσεις τους και την αρετή τους σε ολόκληρη την πόλη. Αφού, λοιπόν, θα έχουν μοιράσει τη ζωή τους μεταξύ της φιλοσοφίας και της άσκησης της εξουσίας και αφού θα έχουν εκπαιδεύσει τους διαδόχους τους, θα είναι πια έτοιμοι να φύγουν από τη ζωή και να κατοικήσουν στα νησιά των μακαρίων.

•Αυτό το χωρίο θα μπορούσε να θεωρηθεί υπαινικτικό για τον Πλάτωνα, ο οποίος, ενώ μιλούσε για το χρέος των ορθά πεπαιδευμένων, δηλαδή των φιλοσόφων, δεν ακολούθησε αυτή την πορεία, καθώς δεν ασχολήθηκε με την ενεργό πολιτική. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι θέλησε και προσπάθησε να ασχοληθεί με αυτή, αλλά δεν το κατάφερε.

Ειδικότερα, βλέπουμε τις πρώτες προσπάθειές του, όταν ήταν ακόμα νέος. Τότε, όμως, ήταν που βίωσε τις πρώτες απογοητεύσεις: είδε με τα μάτια του τη δημαγωγική συμπεριφορά κάποιων πολιτικών ανδρών και δύο από τους συγγενείς του (τον Κριτία και τον Χαρμίδη) να συμμετέχουν στο τόσο οδυνηρό για την Αθήνα καθεστώς των Τριάντα τυράννων, το οποίο, μάλιστα, οδήγησε και τον δάσκαλό του, τον Σωκράτη, στον θάνατο. Όμως, δεν κατέθεσε τα όπλα˙ προσπάθησε να εφαρμόσει τις θεωρίες του στον τύραννο των Συρακουσών, τον Διονύσιο τον Α' και Β', αλλά χωρίς επιτυχία. Έτσι, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλα τα πολιτεύματα της εποχής του ήταν διεφθαρμένα.

12«... τιμν, ετε φαυλότεραι ετε σπουδαιότεραι»

Με τη λέξη «τιμῶν» ο Πλάτων εννοεί την κοινωνική προβολή, την ηθική ικανοποίηση, τις επευφημίες και τις τιμητικές διακρίσεις που έρχονται ως αποτέλεσμα της συμμετοχής σε δημόσια αξιώματα. Όλα αυτά αποτελούν στοιχεία που οι φιλόσοφοι οφείλουν να μοιραστούν με τους απαίδευτους. Όμως, Άσχετα με το πώς αυτοί τα αξιολογούν, δεν απαλλάσσονται από το κοινωνικό και ηθικό τους χρέος απέναντι στην πολιτεία.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ-ΕΚΦΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΣΑ

Παρομοίωση: «ἡγούμενοι ἐν μακάρων νήσοις ζῶντες ἔτι ἀπῳκίσθαι» (= σαν να ζουν στα νησιά των μακαρίων)

Πολυσύνδετα σχήματα: «μήτε τοὺς ἀπαιδεύτους ... μήτε τοὺς ἐν παιδείᾳ ...»

«τάς τε βελτίστας φύσεις ... ἰδεῖν τε τὸ ἀγαθὸν καὶ ἀναβῆναι ...» «μὴ ἐθέλειν ... μηδὲ μετέχειν ...» -> διπλή άρνηση, δηλωτική της απροθυμίας των ορθά πεπαιδευμένων να ασχοληθούν με τα κοινά «εἴτε φαυλότεραι ... εἴτε σπουδαιότεραι»

Παρατακτική σύνδεση: Παρατηρείται ευρεία χρήση παρατακτικών συνδέσμων : καὶ, μήτε ... μήτε, μὲν ... δέ, τε ... καί, εἴτε ... εἴτε.

Αντιθέσεις: «τούς ἀπαιδεύτους» ≠ «τούς ἐν παιδείᾳ», «ἃ πράττωσιν» ≠ «οὐ πράξουσιν»,

«ἑκόντες» ≠ «ἀναγκάσαι», «ἔτι ἀπῳκίσθαι» ≠ «μὴ ἐπιτρέπειν»,

Οι παραπάνω αντιθέσεις υποδηλώνουν τη διαφορά:

-όσων δεν έχουν παιδεία και όσων έχουν λάβει παιδεία,

-την ενασχόληση με τα κοινά των πρώτων και την απροθυμία των δεύτερων

-την πολιτική πραγματικότητα της εποχής του Πλάτωνα με την ιδεατή πολιτεία.


ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

προειρημένων < πρὸ + λέγομαι: παρρησία αναλογία, αναλογικός, απολογητικός, απολογία, απόρρητος, διάλεκτος, δυσλεκτικός, δυσλεξία, έλλογος, επικός, επίλογος, επίρρημα, έπος, ιδιόλεκτος, κυριολεκτικός, λεκτικός, λεξικογράφος, λεξιλόγιο, λεξιπενία, λογική, λογικός, λογοπαίγνιο, λόγος, μονολεκτικός, μονόλογος, ομολογία, παράλογος, , πρόλογος, ρήμα, ρήση, ρητό (το), ρήτορας, ρητορικός, ρητός, ρήτρα, συνδιάλεξη, υπόλογος.

ἀπαιδεύτους < α- στερητικό + παιδεύω < παῖς: παλιμπαιδισμός, παραπαιδεία.

διατρίβειν < διατρίβω: άτριφτος, συντριβή, συντριπτικός, τριβή, τριμμένος, τρίψιμο.

ἔχουσιν < ἔχω: ενοχή, ενοχικός, ένοχος, έξη, εξής, κατεχόμενα,προσχηματικός, σχέδιο, σχεδόν, σχέση, σχετικός, σχετικότητα, σχήμα, σχολαστικός, σχολείο, σχολή.

ἡγούμενοι < ἡγοῦμαι: Αγησίλαος, αφήγηση, εισηγητής, ηγεμόνας, ηγεσία, ηγέτης, ηγετικός, ηγήτορας, ηγούμενος, καθηγητής.

ζῶντες < ζήω -ῶ: ζωγράφος, ζώδιο, ζωή, ζωηρός, ζωικός,ζωντανός, ζώο, ζωογόνος, ζωολογία, ζωομορφισμός, ζωύφιο, ζωφόρος, ζωγράφος, ζωώδης.

ἀπῳκίσθαι: αποίκιση, ενοίκιο, ένοικος, κατοίκιση, μετοίκιση, οίκηση, οικισμός, οικιστής.

κανς, φικέσθαι < ἱκνέομαι -οῦμαι: ανέφικτος, ανίχνευση, άφιξη, εξιχνίαση, εφικτός, ικανοποίηση, ικανοποιητικός, ικανός, ικανότητα, ικεσία, ικετευτικός, ικέτης, ιχνηλάτης, ίχνος, προίκα, προικιό, προικοθήρας, προικοσύμφωνο, προικώος, προίκα.

ἰδεῖν < εἶδον του ρ. «ὁρῶ»: κάτοπτρο, ανύποπτος, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, επόπτης, ιδέα, ιδεοληπτικός, ιδεοληψία, , όμμα, οπή, οπτικός, ορατός, οφθαλμός, όψη.

σκοπόν < σκοπέω -ῶ: ακτινοσκόπηση, ανασκόπηση, απερίσκεπτος, άσκοπος, αυτοσκοπός, βιντεοσκόπηση, βολιδοσκόπηση, βυθοσκόπηση, δημοσκόπηση, διάσκεψη, επίσκεψη, πρόσκοπος, σκεπτικισμός, σκεπτικός, σκέψη, σκόπελος, σκοπιά, σκόπιμος, σκοποβολή, σκοπός, στηθοσκόπιο, συνδιάσκεψη, σύσκεψη, τηλεσκόπιο, ωροσκόπιο, ωροσκόπος.

ἰδίᾳ: ιδιόλεκτος, ιδιόμορφος, ιδιόρρυθμος, ιδιοσυγκρασία, ιδιοτέλεια, ιδιοτελής, ιδιότροπος, ιδιοχρησία, ιδίωμα, ιδιωματικός, ιδιώτης, ιδιωτικός.

ἀναβῆναι, ἀνάβασιν, ἀναβάντες, καταβαίνειν < βαίνω: πρόβατο, πρόσβαση, άβατος, ακροβάτης, ανάβαση, αναβάτης, βάδην, βαθμός, βάθρο, βακτηρία, βάση, βασικός, βάσιμος, βατήρας, βατός, βήμα, βηματοδότης, βωμός, διάβαση, διαβάτης, δύσβατος, έμβασμα, επιβάτης, κατάβαση, μεταβατικός, παραβάτης,.

ἐπιτρέπεται < ἐπὶ + τρέπω: τρόπαιο, τροπαιούχος , ντροπή , αδιάντροπος, ανατρέψιμος, ανατροπή, ανεπίτρεπτος, εκτροπή, επιτρεπτός, επιτροπή, ευτράπελος, κακότροπος, μετατρέψιμος, μετατροπή, παρεκτροπή,τροπικός, τρόπος.

καταμένειν < καταμένω < κατὰ + μένω: διαμονητήριο, κατάμονος, μονή, μόνιμος, παραμονή.

ἐθέλειν < ἐθέλω: άθελα, εθελοντής, εθελοντικός, εθελούσιος, θεληματικός, καλοθελητής


Παράλληλο Κείμενο - ΕΡΩΤΗΣΗ

Να συγκρίνετε την έννοια του αγαθού στον Πλάτωνα με την έννοια της αρετής στο ακόλουθο ποίημα του Σιμωνίδη του Κείου:

Η ΑΡΕΤΗ

Ένας λόγος λέει: Σε βράχια

η Αρετή δυσκολοπάτητα φωλιάζει

κι έναν τόπο θείο και πάναγνο αφεντεύει˙

δεν μπορούν του καθενός θνητού τα μάτια

να τη δουν˙ την αντικρίζει μόνο εκείνος

που από μέσα του ο ιδρώτας, σπαραγμός

της καρδιάς του, θ' αναβρύσει,

μόνο εκείνος που ως τ' ακρόκορφο θα φτάσει

της αντρείας. Απάντηση

ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Στο ποίημα του Σιμωνίδη του Κείου η Αρετή σχεδόν ταυτίζεται με το αγαθό του Πλάτωνα. Συγκεκριμένα, παρατηρούμε τις εξής ομοιότητες:

α. η Αρετή παρουσιάζεται σχεδόν θεοποιημένη όπως και το αγαθό (έναν τόπο θείο και πάναγνο αφεντεύει - μέγιστον μάθημα),

β. και η Αρετή και το αγαθό δύσκολα προσεγγίζονται («σε βράχια δυσκολοπάτητα φωλιάζει - ἀναβῆναι, ἀνάβασιν, ἀναβάντες),

γ. δεν μπορεί ο καθένας να αντικρίσει την Αρετή όπως άλλωστε και το αγαθό (δεν μπορούν του καθενός θνητού τα μάτια να τη δουν - βελτίστας φύσεις).

Ενότητα 11 - Φάκελος Υλικού (Σημειώσεις)


1.«τι μν ον νομοθετητέον ... ποιητέον, φανερόν·»

Ήδη από την πρώτη φράση της ενότητας διαπιστώνεται ότι ο Αριστοτέλης συνδέει την παιδεία με τη διακυβέρνηση της πολιτείας. Η παιδεία είναι λοιπόν πολιτικό θέμα που πρέπει να απασχολεί και τους πολιτικούς και τους νομοθέτες, γιατί επηρεάζει τη συνολική ζωή του κράτους, αλλά και του κάθε πολίτη ξεχωριστά, αφού καθορίζει το παρόν του και προδιαγράφει το μέλλον του.

«νομοθετητέον»: Ο Αριστοτέλης είναι θιασώτης της νομοθετικά κατοχυρωμένης παιδείας. Καταδικάζει την απουσία νόμων για την παιδεία.. Και στα Ηθικά Νικομάχεια (1180 a) αποδοκιμάζει τις ελληνικές πόλεις, εκτός από τη Σπάρτη, οι οποίες δε φροντίζουν για την παιδεία των νέων και επιτρέπουν στον πατέρα να επιλέξει το πρόγραμμα σπουδών και τον σκοπό της εκπαίδευσης των παιδιών του. Η παιδεία για τον Αριστοτέλη πρέπει να είναι με νόμο κοινή για όλους, γιατί έτσι υπηρετούνται η ευδαιμονία και η ενότητα της πόλης, και να μην παρέχεται ιδιωτικά με πρόγραμμα διδασκαλίας που επιλέγουν οι γονείς. Όπως λοιπόν αναφέρει η παιδεία είναι υπόθεση του κράτους, αφού και κάθε πολίτης ανήκει στο κράτος, και πρέπει να θεσπιστούν νόμοι σχετικά με αυτή.

«κοινήν ποιητέον»: Η κοινή παιδεία είναι αίτημα της κοινωνικής και πολιτικής ισότητας των πολιτών, κατά τον Αριστοτέλη. Η κοινή παιδεία είναι αναγκαία για την ενότητα της πόλης και την ευδαιμονία του συνόλου. Υπερασπίζεται τον δημόσιο χαρακτήρα της παιδείας με τα επιχειρήματα του «τέλους» και του «όλου» της πόλης. Με το πρώτο επιχείρημα επικαλείται τον τελικό σκοπό της πόλης, την ευδαιμονία, καθώς μάλιστα ο άνθρωπος ως φύσει πολιτική οντότητα πραγματώνεται στην πόλη. Η επίτευξη της κοινής ευδαιμονίας προϋποθέτει μία και κοινή παιδεία για όλους τους πολίτες. Οι νέοι πρέπει να λαμβάνουν μόρφωση ταιριαστή με το πολίτευμα της πόλης τους, έτσι ώστε να φτάσουν στον επιδιωκόμενο σκοπό, που είναι η ευδαιμονία του συνόλου των πολιτών. Εφόσον λοιπόν ο σκοπός της πόλης είναι κοινός, κοινή πρέπει να είναι και η παιδεία που προσφέρεται και να μην αφήνεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία.

Με το δεύτερο επιχείρημα ο Αριστοτέλης προβάλλει την πόλη ως όλον, μόριο του οποίου είναι ο κάθε πολίτης. Το μόριο δεν είναι δυνατόν να αποφασίζει για το όλον, αλλά το όλον για το μέρος. Συνεπώς, αν στόχος της πολιτείας είναι να οδηγήσει τους πολίτες στην αρετή και κατ' επέκταση στην ευδαιμονία, που είναι ο ύψιστος σκοπός, ο σκοπός αυτός θα επιτευχθεί, μόνο αν παρέχεται κοινό περιεχόμενο μόρφωσης σε όλους τους πολίτες.

Συμπερασματικά, στην αρχή της 20ής ενότητας προβάλλονται δύο θέσεις: η παιδεία να είναι αντικείμενο κρατικής μέριμνας και να ρυθμίζεται νομοθετικά («νομοθετητέον») και να έχει ενιαίο για όλους χαρακτήρα («κοινὴν ποιητέον»). Στη συνέχεια, όπως συνηθίζει ο Αριστοτέλης, διατυπώνει τον προβληματισμό της εποχής του που, βέβαια, παραμένει και σήμερα επίκαιρος για τα εκπαιδευτικά ζητήματα.

.«τίς δ' σται παιδεία κα πς χρ παιδεύεσθαι, δε μ λανθάνειν.»

Προβάλλει ο Αριστοτέλης την υπόθεση εργασίας που θα τον απασχολήσει με δύο ερωτήματα: 1. Ποιος είναι ο ενδεδειγμένος τύπος παιδείας «τίς δ' ἔσται ἡ παιδεία»; 2. Πώς πρέπει να διαπαιδαγωγούνται τα παιδιά «πῶς χρὴ παιδεύεσθαι»; Κατά την προσφιλή του μέθοδο εξετάζει πρώτα την κατάσταση που διαπιστώνει ότι κυριαρχεί στην εποχή του, και στη συνέχεια οδηγείται σε αυτό που υπαγορεύει η λογική και επαληθεύει η εμπειρία.

«Νν γρ μφισβητεται... πρς τν σκησιν ατς)» ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΤΟΥ. ΤΥΠΟΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

«Νν γάρ μφισβητεται περ τν ργων... τς ψυχς θος»

Ο Αριστοτέλης, για να δικαιολογήσει γιατί χρειάζεται να καθοριστούν τα γνωρίσματα της παιδείας και ο τρόπος με τον οποίο οι νέοι εκπαιδεύονται, αναφέρεται σε διαπιστώσεις για τον χαρακτήρα της παιδείας και το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στην εποχή του. Επισημαίνει τη διαφωνία για τον σκοπό και το περιεχόμενο της παρεχόμενης παιδείας. Οι άνθρωποι διαφωνούν για το αν οι νέοι είναι καλό να εκπαιδεύονται με σκοπό την κατάκτηση της αρετής και του άριστου βίου και αν πρέπει να αποβλέπουν με την παιδεία στην πνευματική καλλιέργεια ή στη διάπλαση ήθους. Έτσι, άλλοι υποστηρίζουν ότι η παιδεία πρέπει να στοχεύει:

«πρός ἀρετήν»: Η αρετή αναφέρεται και στο καθαρά λογικό μέρος της ψυχής (διανοητικές αρετές) αλλά και στις ηθικές αρετές.

«πρός τὸν βίον τὸν ἄριστον»: Εννοεί μάλλον τον άριστο βίο που προβάλλει κάθε πολιτική κοινωνία στα μέλη της ως προτιμότερο βίο. Ο άριστος βίος συνδέεται με το άριστο πολίτευμα. Άριστη πολιτεία είναι εκείνη που εξασφαλίζει, την άριστη ζωή για το άτομο και το σύνολο συγχρόνως. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει ένας και μοναδικός άριστος βίος, αλλά τόσοι όσα και τα πολιτεύματα.

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ένα παιδευτικό αγαθό όχι μόνον ευχάριστο και διασκεδαστικό, αλλά χρήσιμο και για ηθικούς σκοπούς και για τη διαμόρφωση του άριστου βίου είναι η μουσική. Συγκεκριμένα αναφέρει: «... πρέπει να θεωρούμε ότι η μουσική ασκεί πάνω μας κάποια επίδραση προς την κατεύθυνση της αρετής, καθώς έχει τη δύναμη ... να δίνει μια ορισμένη ποιότητα στον χαρακτήρα μας, δεδομένου ότι μας ασκεί στο να αισθανόμαστε ευχαρίστηση με τον σωστό τρόπο· με έναν άλλο τρόπο μπορούμε να πούμε ότι η μουσική συμβάλλει στο να καθορίσουμε την πορεία του βίου μας και να καλλιεργήσουμε τον νου μας. Επίσης, άλλοι υποστηρίζουν ότι η παιδεία πρέπει να στοχεύει:

«πρός τὴν διάνοιαν»: Ορισμένοι θεωρούν ότι η παιδεία έχει νόημα ως άσκηση του νου, ως μαθητεία μόνο του πνεύματος.

«πρός τὸ τῆς ψυχῆς ἦθος»: Από την άλλη η διαμόρφωση ηθικού χαρακτήρα αποτελεί και αυτή κύριο διακύβευμα της παιδείας, το οποίο έχει υποστηρικτές, αλλά και αρνητές.

2.«κ τε τς μποδών... σκησιν ατς»

Τύποι παιδείας της εποχής του Αριστοτέλη

Ο Αριστοτέλης μας παραδίδει τρεις τύπους ιδιωτικής παιδείας της εποχής του:

α) την ωφελιμιστική παιδεία, με την οποία επιδιώκεται το πρακτικό και το ωφέλιμο, τα χρήσιμα για τη ζωή («τὰ χρήσιμα πρός τὸν βίον»). Έχει ως στόχο την κατάρτιση για το βιοπορισμό.

β) τη «γνωσιοκεντρική η οποία δίνει προτεραιότητα στην καλλιέργεια του νου, σε αυτά που απλώς προάγουν τη γνώση («τὰ περιττά»).

γ) την ηθοπλαστική η οποία προτάσσει τη διάπλαση του ήθους των παιδιών, αυτά που τείνουν προς την αρετή («τὰ τείνοντα πρός ἀρετήν»). π.χ. η μουσική που ασκεί ηθική επίδραση στον άνθρωπο.

Κανένας τύπος παιδείας από αυτούς δεν ικανοποιεί απόλυτα τον Αριστοτέλη, γιατί ο κάθε τύπος από μόνος του δεν είναι σε θέση να προσφέρει όλα εκείνα τα γνωρίσματα που απαιτούνται για τη συγκρότηση της προσωπικότητας του σπουδαίου πολίτη και πολιτικού. Μας παραδίδει ο Αριστοτέλης τον προβληματισμό που είχε ανακύψει για τις τρεις κατευθύνσεις της παιδείας: κατάρτιση για βιοπορισμό, ή διάπλαση ενάρετου χαρακτήρα, ή καθαρή μόρφωση. Όπως θα διευκρινίσει στη συνέχεια του βιβλίου αυτού, η παιδεία που υπηρετεί πραγματικά τις αρχές της πόλης και διαπλάθει τον σπουδαίο πολίτη και πολιτικό χρειάζεται να διέπεται από τρεις αρχές: α) τη μεσότητα, β) το δυνατό που αφορά το ανθρωπίνως εφικτό και γ) το πρέπον. Η τριπλή αυτή βάση παιδείας υπαγορεύει ένα διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών από αυτό που παρεχόταν τότε και το οποίο ο Αριστοτέλης το κρίνει ως συγκεχυμένο και ανεπαρκές.

Όσον αφορά («τὰ τείνοντα πρὸς ἀρετήν» όλοι τιμούν την αρετή, ο καθένας όμως δίνει διαφορετικό περιεχόμενο σε αυτή και επομένως, διαφοροποιείται και ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να ασκείται. Παρόμοιο προβληματισμό είχε διατυπώσει και ο Πλάτωνας στον διάλογο Λάχης όπου αναφέρει: «Αν δεν ξέρουμε καν τι είναι η αρετή, με ποιον τρόπο θα συμβουλέψουμε κάποιον πώς να την κατακτήσει πιο εύκολα;».

«κ τε τς μποδών παιδείας» (σχόλια βιβλίου)

Η παιδεία στη εποχή του Αριστοτέλη

Με τη φράση «ἐμποδών παιδείας» ο Αριστοτέλης εννοεί την παιδεία με την οποία είμαστε καθημερινά σε επαφή, την παιδεία που ισχύει στην κοινωνία μας. Σε ένα παρακάτω χωρίο των Πολιτικών αναφέρει τι αποτελούσε συνήθως την παιδεία του καιρού του. Τα μαθήματα, που διδάσκονταν εκείνη την εποχή, τα διακρίνει σε τέσσερεις κλάδους και ήταν:

α) ανάγνωση και γραφή, αντικείμενα τα οποία θεωρούνταν χρήσιμα για τη ζωή («χρήσιμα πρὸς τὸν βίον»),

β) γυμναστική, η οποία συντελούσε στην καλλιέργεια της ανδρείας,

γ) μουσική, η οποία θεωρούνταν και χρήσιμη για τη ζωή και ασκούσε ηθική επίδραση στον άνθρωπο,

δ) μερικές φορές σχέδιο και ζωγραφική, δεξιότητες που θεωρούνταν κι αυτές χρήσιμες για τη ζωή.

Η αριθμητική δεν αναφέρεται, επειδή ίσως στην Αθήνα αυτή διδασκόταν στο σπίτι και όχι στο σχολείο. Σύμφωνα με έναν σχολιαστή του Αριστοτέλη με τον όρο «γράμματα» που αναφέρεται στο κείμενο εννοείται όχι μόνον ανάγνωση, γραφή, αλλά και στοιχεία γραμματικής και μαθηματικά.

«τι μέν ον... τήν διάνοιαν» ΟΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΟΣ Ο ΗΘΟΠΛΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Έπειτα από την παρουσίαση των προβληματισμών σχετικά με τον χαρακτήρα, το περιεχόμενο και τους στόχους της παρεχόμενης στην εποχή του παιδείας, η ενότητα κλείνει με τη διατύπωση των προσωπικών θέσεων του Αριστοτέλη πάνω σε αυτά τα ζητήματα. Ο φιλόσοφος, λοιπόν, ακολουθεί τη μέση οδό και υποστηρίζει ότι οι νέοι πρέπει ασφαλώς να μαθαίνουν γνώσεις χρήσιμες για τη ζωή, όπως η ανάγνωση, η γραφή, η αριθμητική και το σχέδιο, αλλά από αυτές όχι όλες, παρά μόνο τις αναγκαίες. Κι από τις αναγκαίες, όμως, πρέπει να μαθαίνουν όσες ταιριάζουν σε ελεύθερους ανθρώπους και όχι τις ασήμαντες που ασκούν οι δούλοι, οι οποίες υποβαθμίζουν το σώμα και τον νου του ανθρώπου, τον κάνουν αγροίκο, άξεστο («βάναυσον») και τον απομακρύνουν από την κατάκτηση της αρετής. Δεν αρμόζει στους ελεύθερους ανθρώπους να αναζητούν σε κάθε γνώση τη χρησιμότητα, γιατί αυτή μπορεί να τους οδηγήσει στη μονομέρεια.

Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι οι χρήσιμες γνώσεις είναι απαραίτητες, αλλά δεν πρέπει να αποτελούν αυτοσκοπό. Ο χαρακτήρας της παιδείας, κατά τον Αριστοτέλη, πρέπει να είναι κυρίως ηθοπλαστικός και να στοχεύει τόσο στη διαμόρφωση του σώματος όσο και του πνεύματος του ελεύθερου ανθρώπου Ειδικότερα:

1.Ο Αριστοτέλης δίνει τα όρια ανάμεσα στη γνώση που προάγει συνολικά τον άνθρωπο και σε εκείνη που τον «υποδουλώνει» από μία άποψη. Φαίνεται ότι δεν αποδοκιμάζει απολύτως καμιά διάσταση γνώσης (χρήσιμη, αναγκαία, επιστημονική και ηθοπλαστική), απορρίπτει όμως για τους πολίτες τη μονοδιάστατη γνώση και την πρακτικά-επαγγελματικά προσανατολισμένη (που να συνδέεται με τα επαγγέλματα των εργατών και τεχνιτών). Προβάλλει ένα πρότυπο γνώσης που συνθέτει τη χρησιμότητα, την αναγκαιότητα, την επιστημονική αλήθεια με κυρίαρχο τον ηθοπλαστικό προσανατολισμό. Στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Αριστοτέλη έχει θέση και το χρήσιμο και η ελεύθερη απασχόληση και η επιστημοσύνη, αποκλείεται όμως ό,τι θα έθιζε τον νέο στην ευτέλεια και ποταπότητα (βάναυσον ἔργον).

2. «Βάναυσον δ' ἔργον» (< βαύναυσος η λέξη σήμαινε τον τεχνίτη, τον σιδηρουργό, που έμενε μόνιμα στην πόλη και εργαζόταν εκεί. Οι τεχνίτες ήταν απαραίτητοι και πολύτιμοι για την πολιτεία, αλλά οι νομαδικοί και φιλοπόλεμοι λαοί τους περιφρονούσαν. Οι βάναυσοι ή το βάναυσον αναφέρονται στην τάξη των εργατών που ασκούν μηχανική και ταπεινή τέχνη). Τα έργα που δεν ταιριάζουν στους ελεύθερους ανθρώπους είναι αυτά που καθιστούν τον άνθρωπο που τα επιτελεί βάναυσο, δηλαδή ανίκανο να κατακτήσει την αρετή και να πράξει σύμφωνα με αυτή. Έτσι η επαγγελματική εκπαίδευση συνδέεται με τους «βαναύσους», δηλαδή με τους ανθρώπους που διαθέτουν τη γνώση και την κατασκευαστική τους ικανότητα στην υπηρεσία των άλλων με αμοιβή, αλλά αυτό είναι στοιχείο δουλικότητας. Φαίνεται ότι ο Αριστοτέλης διακρίνει τη γνώση από την κοινωνική λειτουργία της, από την άποψη ότι η γνώση που οδηγεί σε επαγγελματική εξειδίκευση, «εμπορευματοποιεί» τις ανθρώπινες σχέσεις. Η εμπορευματοποίηση ωστόσο δεν μπορεί όμως να είναι έργο παιδείας που ταιριάζει σε πολίτη, δηλαδή σε άνθρωπο ελεύθερο και αγαθό που υπηρετεί συνειδητά την πόλη.

ΕΡΩΤΗΣΗ: Ποιες απόψεις του Αριστοτέλη για τη διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα του ανθρώπου διακρίνετε στο κείμενο; Απάντηση

Μελετώντας της απόψεις του Αριστοτέλη για την παιδεία και τη σχέση της με την πολιτεία και τον τρόπο διακυβέρνησής της μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, κατά τον φιλόσοφο η κατάκτηση της αρετής, δηλαδή η διαμόρφωση του ηθικού χαρακτήρα του ανθρώπου, δεν είναι ανεξάρτητη από την πολιτεία, αλλά διαμορφώνεται μέσα σε αυτή και καλλιεργείται μέσω της παιδείας. Έτσι, η τέλεια πόλη, επιδιώκει με τη νομοθεσία να κατοχυρώσει την κοινή παιδεία, την παροχή δηλαδή ανώτερου επιπέδου μόρφωσης, με στόχο την κατάκτηση της αρετής και κατ' επέκταση της ευδαιμονίας του συνόλου των πολιτών. Μόνο με την ορθή παιδεία φτάνει ο άνθρωπος στον ύψιστο στόχο, για τον οποίο είναι προορισμένος από τη φύση του και ολοκληρώνεται. Όπως θα διευκρινίσει στη συνέχεια του όγδοου βιβλίου ο Αριστοτέλης, η παιδεία που υπηρετεί πραγματικά τις αρχές της πόλης και διαπλάθει τον σπουδαίο πολίτη και πολιτικό χρειάζεται να διέπεται από τρεις αρχές: α) τη μεσότητα, β) το δυνατό που αφορά το ανθρωπίνως εφικτό και γ) το πρέπον. Η τριπλή αυτή βάση παιδείας υπαγορεύει ένα διαφορετικό πρόγραμμα σπουδών από αυτό που παρεχόταν τότε και το οποίο ο Αριστοτέλης το κρίνει ως συγκεχυμένο και ανεπαρκές. Η παιδεία στον Αριστοτέλη συμβάλλει στην ενότητα της πόλης και με τη δυναμική της στη λύση κοινωνικών και πολιτικών προβλημάτων και στην ποιότητα του ιδιωτικού και δημόσιου βίου. Συνεπώς, η πολιτεία που έχει φροντίσει να διδαχθεί ο πολίτης την αρετή διακρίνεται για την ηθικότητα , την ελευθερία και την αυτάρκειά της και επιτυγχάνει την ευδαιμονία των πολιτών.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ:

ἔσται < εἰμὶ: εξουσιαστικός, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, οντολογία, όντως, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν, παροντικός, παρουσιαστικό, πεμπτουσία. 

τείνοντα < τείνω : ανάταση, αντέκταση, ατενής, ατενώς, ατονία, άτονος, διάταση, έκταση, ένταση, εντατικός, έντονος, επέκταση, επίταση, επιτατικός, ισότονος, μονοτονία, μονότονος, οξύτονος, παράταση, παρατεταμένος, προέκταση, προπαροξύτονος, πρόταση, προτασιακός, ταινία, τάση, τένοντας, τέτανος, τονικός, τονικότητα, τόνος, υπέρταση, υπόταση, υποτασικός, υποτείνουσα.

διῃρημένων < διὰ + αἱρέω-ῶ: αιρετικός, αιρετός, αναίρεση, αναιρετικός, αναφαίρετος, αρχαιρεσίες, αφαιρετικός, αφηρημάδα, αφηρημένος, διαίρεση, εξαιρετικός, προαίρεση.

ἐλευθερίων, ἀνελευθερίων, ἐλευθέρων < ἐλεύσομαι (μέλλ. του ἔρχομαι): διέλευση, ελευθερία, ελευθέριος, ελευθεριότητα, ελευθεροστομία, ελευθεροτυπία, ελευθέρωση, ελευθερωτής, Ελευσίνα, παρέλευση, προσέλευση, συνέλευση.

Ενότητα 12 - Φάκελος Υλικού (Σημειώσεις)

Στο κείμενο αυτό μπορούμε να εντοπίσουμε πολλούς όρους χαρακτηριστικούς της αριστοτελικής φιλοσοφίας:

•γένεσις: η δημιουργία

•αὔξησις: η διαμόρφωση και εξέλιξη

•ἔθος: ο εθισμός, η συνήθεια, ο τρόπος συμπεριφοράς, που καθιερώνεται με την επανάληψη

•φύσις: ο κόσμος και οι νόμοι που τον διέπουν

•φύσει: ο εκ φύσεως, ο έμφυτος, τα εγγενή χαρακτηριστικά του ανθρώπου

•ἀρετή: η διαρκής διάθεση να θέλουμε να επιτελέσουμε ένα ορισμένο είδος ηθικών πράξεων

•διανοητικὴ ἀρετή: η αρετή που σχετίζεται με το «λόγον ἔχον» μέρος της ψυχής (πχ. η φρονηση, η σοφία, η σύνεση)

•ἠθικὴ αρετή: η αρετή που ανήκει στο «ἐπιθυμητικὸν» μέρος της ψυχής και περιγράφει τον χαρακτήρα του ανθρώπου

Η ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΡΕΤΩΝ ΣΕ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΗΘΙΚΕΣ

Ο συμπερασματικός σύνδεσμος δή συνδέει με τα προηγούμενα, όπου ο Αριστοτέλης διακρίνει τις αρετές σε ηθικές και διανοητικές

α. Οι διανοητικές αρετές

Οι διανοητικές αρετές (π.χ. σοφία, φρόνηση, σύνεση) σχετίζονται με τη λογική και ανήκουν, σύμφωνα με τον χωρισμό του Αριστοτέλη, στο καθαρά λογικό μέρος της ψυχής, το «λόγον ἔχον» μέρος. Παράγοντες που συμβάλλουν στη γένεση και την επαύξησή τους είναι κατά κύριο λόγο η διδασκαλία, η οποία απαιτεί εμπειρία και χρόνο. Η φράση «τὸ πλεῖον» (= κατά κύριο λόγο) υποδηλώνει την ύπαρξη κι άλλων παραγόντων που δεν αναφέρονται στο κείμενο. Την κύρια, λοιπόν, ευθύνη για τη μετάδοσή τους (πέρα από άλλους παράγοντες και το ίδιο το άτομο) την έχει ο δάσκαλος.

Η τόσο σύντομη αναφορά στις διανοητικές αρετές οφείλεται στο ότι ο Αριστοτέλης θέλει απλώς να διακρίνει τα δύο είδη αρετής και να τονίσει τις διαφορές τους. Θα αναφερθεί διεξοδικά σ' αυτές στο έκτο βιβλίο.

β. Οι ηθικές αρετές

Οι ηθικές αρετές (π.χ. η δικαιοσύνη, η σωφροσύνη, η ανδρεία) ανήκουν, σύμφωνα με τον χωρισμό του Αριστοτέλη, στο «ἐπιθυμητικόν», στο μέρος δηλαδή της ψυχής που μετέχει και στο «λόγον ἔχον» και στο «ἄλογον» μέρος. Αυτές περιγράφουν τον χαρακτήρα του ανθρώπου. Η κατάκτησή τους οφείλεται στον εθισμό («ἔθος»), δηλαδή στη συνήθεια που δημιουργείται με την επανάληψη μιας ενέργειας. Μάλιστα ο Αριστοτέλης, για να στηρίξει αυτή του την άποψη, συνδέει ετυμολογικά τη λέξη «ἠθικὴ», όρο τον οποίο δημιούργησε ο ίδιος, με τη λέξη «ἔθος». Παρατηρούμε ότι συσχετίζει την πραγματική σημασία των λέξεων με τα πράγματα ή τις ιδιότητες που δηλώνουν, για να κατανοήσει και να επιβεβαιώσει τη μεταξύ τους σχέση. Έτσι, καταλήγει να μας πείσει ότι οι δύο λέξεις δεν συνδέονται μόνο ετυμολογικά, αλλά και σημασιολογικά. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι την ευθύνη για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Εξαρτάται μάλιστα σε απόλυτο βαθμό από αυτόν αν θα φτάσει στον στόχο του, αν θα αποκτήσει ήθος «εὐγενὲς καὶ φιλόκαλον». Και για να το κατορθώσει, πρέπει να καταβάλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα, να εθίσει την ψυχή του σε πράξεις ενάρετες, να την καλλιεργήσει «διὰ τοῦ ἔθους». Τέτοιες απόψεις υποστήριζε και ο Πλάτωνας (Νόμοι 792). Σοφός λοιπόν γίνεται κανείς κατά κύριο λόγο με τη βοήθεια του δασκάλου, ενώ αγαθός γίνεται με τη θέληση και την επιμονή του στην άσκηση της αρετής. Βέβαια, για να φτάσει στον στόχο του, πρέπει να καταβάλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα.

ΓΙΑΤΙ Η ΗΘΙΚΗ ΑΡΕΤΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΜΦΥΤΗ; (πρώτο επιχείρημα)

ο Αριστοτέλης καταφέρνει να αποδείξει τη θέση του μέσα από έναν επαγωγικό συλλογισμό, που συνοπτικά έχει ως εξής:

1η προκείμενη: όσα υπάρχουν εκ φύσεως έχουν κάποιες ιδιότητες που δεν μπορούν να αλλάξουν με τον εθισμό, όσο κι αν κανείς προσπαθήσει («οὐθὲν τῶν φύσει ὄντων ἄλλως ἐθίζεται»)

2η προκείμενη: η ανθρώπινη συμπεριφορά, τα ηθικά μας χαρακτηριστικά μεταβάλλονται και καλλιεργούνται με τον εθισμό, όπως αποδεικνύει και η ετυμολογία της λέξης «ἠθικὴ» («ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται») Η «ἠθικὴ» συνδέεται σημασιολογικά με το «ἔθος», αυτό σημαίνει ότι η ηθική, δηλαδή οι ηθικές αρετές, σχετίζονται με τον εθισμό, τη συνήθεια που προέρχεται από την επανάληψη μιας ηθικής ενέργειας. Ό,τι, όμως, σχετίζεται με τον εθισμό, τη συνήθεια και την επανάληψη είναι επίκτητο χαρακτηριστικό

Συμπέρασμα: καμία ηθική αρετή δεν υπάρχει εκ φύσεως («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»)

Συγκεκριμένα, παρατηρούμε ότι στην αρχή διατυπώνει καταφατικά τη θέση του, ότι η ηθική αρετή είναι αποτέλεσμα συνήθειας, εθισμού («ἡ ἠθικὴ ἐξ ἔθους περιγίνεται»), ενώ στη συνέχεια εξάγει το συμπέρασμά του με άρνηση («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»). Προσπαθεί, δηλαδή, να ενισχύσει τη θέση του ανατρέποντας την αντίθετη. Γι' αυτό ακριβώς στο συγκεκριμένο χωρίο συσσωρεύονται εννέα λέξεις και φράσεις με αρνητική σημασία: «οὐδεμία», «οὐθέν», «οὐκ ἂν ἐθισθείη», «οὐδ' ἂν ἐθίζῃ», «οὐδὲ τὸ πῦρ», «οὐδ' ἄλλο», «οὐδέν», «οὔτ' ἄρα ...», «οὔτε παρὰ φύσιν». Έτσι, υπογραμμίζεται έντονα η αντίθεση μεταξύ του «ἐξ ἔθους» και του «φύσει».

ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΨΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΡΕΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Η θέση του Αριστοτέλη, ότι η αρετή δεν είναι έμφυτη, αλλά είναι αποτέλεσμα συνήθειας, έρχεται σε αντίθεση με την παλιά αριστοκρατική αντίληψη. Σύμφωνα μ' αυτή, η αρετή είναι δώρο της φύσης ή των θεών, το οποίο τελεσίδικα δίνεται ή δεν δίνεται στον άνθρωπο τη στιγμή της γέννησής του και είναι προνόμιο των ευγενών («τῶν ἀρίστων»). Φυσικά, κληροδοτείται και στους απογόνους τους, αλλά δεν δίνεται στους πολλούς.

Την άποψη αυτή τη συναντάμε σε πολλούς ποιητές (στον Όμηρο, τον Τυρταίο, τον Θέογνη, τον Πίνδαρο), ενώ χαρακτηριστικά είναι τα λόγια της Αντιγόνης προς την Ισμήνη στο έργο «Αντιγόνη» του Σοφοκλή: «δείξεις τάχα εἴτε εὐγενὴς πέφυκας, εἴτ' ἐσθλῶν κακή». Επίσης, ο Ξενοφώντας στο έργο του «Ἀγησίλαος» αποδίδει την αρετή του Αγησίλαου στην ευγενική του καταγωγή.

Τα παραδείγματα του Αριστοτέλη στο πρώτο μέρος του κειμένου: «οὐθὲν γὰρ τῶν φύσει ὄντων...ἂν ἐθισθείη.»

Προκειμένου να στηρίξει ο Αριστοτέλης τη θέση του, ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»), θα χρησιμοποιήσει δύο γνωστά παραδείγματα παρμένα από τον χώρο της φύσης: την πέτρα και τη φωτιά. Η πέτρα πάντοτε θα κινείται με πορεία προς τα κάτω, διότι υπακούει στον φυσικό νόμο της βαρύτητας, που είναι σταθερός και αμετάβλητος. Η φωτιά πάντοτε θα έχει πορεία προς τα πάνω λόγω της φυσικής ιδιότητας των θερμών αερίων, που επίσης είναι σταθερή και δεν μεταβάλλεται. Άρα, από τα παραπάνω προκύπτει ότι οι φυσικοί νόμοι δεν μεταβάλλονται, όσο κι αν προσπαθήσει κάποιος. Επομένως, εφόσον οι ηθικές αρετές μεταβάλλονται και δεν μένουν σταθερές, όπως τα πράγματα που γεννιούνται με μια ιδιότητα εκ φύσεως, αποδεικνύεται ότι δεν είναι έμφυτες. Έτσι, ο Αριστοτέλης καταφέρνει να αποδείξει τη θέση του μέσα από έναν επαγωγικό συλλογισμό.

Και τα δύο παραδείγματα, που ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί επαγωγικά για να συναγάγει γενικό και καθολικό συμπέρασμα, ανήκουν στα απλά δεδομένα της εμπειρίας. Δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε πως κανένας άλλος φιλόσοφος δεν έκανε τα απλά δεδομένα της εμπειρίας, της καθημερινής ζωής, αφετηρία για τη σκέψη του στον βαθμό που το έκανε ο Αριστοτέλης. Πραγματικά, «συχνά ένα μόνο εμπειρικό δεδομένο μπορεί να είναι για αυτόν ικανοποιητική βάση για να προχωρήσει σε μια θεωρία με συνέπειες μεγάλης σημασίας». 

«Ἔτι» Προηγουμένως ο Αριστοτέλης απέδειξε ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, αλλά είναι αποτέλεσμα εθισμού. Σ' αυτό το κείμενο θα στηρίξει την ίδια θέση χρησιμοποιώντας ένα νέο επιχείρημα, που εισάγεται με τη λέξη «ἔτι». Το «ἔτι» αποκτά εδώ μεταβατική και προσθετική σημασία.

«δύναμις - ἐνέργεια» Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι κάθε ον αποτελείται από δύο αχώριστα στοιχεία: την ύλη και τη μορφή. Η ύλη περιέχει μέσα της τη μορφή αρχικά «δυνάμει» ως ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ και, αν υπάρξουν οι κατάλληλες προϋποθέσεις, θα την αποκτήσει και «ἐνεργείᾳ». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του μάρμαρου, που έχει τη δυνατότητα να γίνει άγαλμα. Αν το σμιλέψει ο γλύπτης, θα γίνει άγαλμα «ἐνεργείᾳ». Έτσι, λοιπόν, καταλαβαίνουμε ότι ο φιλόσοφος ορίζει τη «δύναμιν» και την «ἐνέργειαν», τις δύο θεμελιώδεις έννοιες της φιλοσοφίας του, ως εξής: «δύναμις» είναι η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να γίνει ή να κάνει κάτι φτάνοντας στο τέλος του, στην τελειοποίησή του, ενώ «ἐνέργεια» είναι η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας, η δραστηριότητα που απαιτείται για να γίνονται πράξη οι δυνατότητες. Για εκείνον, η «ἐνέργεια» έχει μεγαλύτερη σημασία από τη «δύναμιν», αφού η ενέργεια εξαρτάται από την προσπάθεια που καταβάλλει κάθε άνθρωπος, την προσωπική ευθύνη και προαίρεση, ενώ η δεύτερη σχετίζεται με τη φύση και υπάρχει ανεξάρτητα από τον άνθρωπο. Στο κείμενο συνδέει «τὰς δυνάμεις» με το «πρότερον» και «τὰς ἐνεργείας» με το «ὕστερον» εννοώντας ότι οι «δυνάμεις» έχουν χρονική προτεραιότητα - και όχι λογική και οντολογική - έναντι των «ἐνεργειῶν».

Τα τρία είδη των δυνάμεων Στο έργο του «Μετὰ τὰ Φυσικά» ο Αριστοτέλης διακρίνει τρία είδη δυνάμεων:

α. «εγγενείς», αυτές που υπάρχουν στον άνθρωπο από τη γέννησή του (πχ. οι αισθήσεις) και συνδέονται με το άλογο μέρος της ψυχής,

β. «εξ' έθους», αυτές που τις αποκτά ο άνθρωπος με την άσκηση, τον εθισμό (πχ. οι πρακτικές τέχνες, το παίξιμο ενός μουσικού οργάνου, η ηθική αρετή) και συνδέονται με το άλογο και με το λογικό μέρος της ψυχής και

γ. «εκ μαθήσεως», τις δυνάμεις που τις αποκτά ο άνθρωπος με τη μάθηση (πχ. οι επιστημονικές γνώσεις) και συνδέονται και αυτές με το λογικό μέρος της ψυχής.

ΤΟ 2ο ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΟΤΙ ΚΑΜΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΣΑ ΜΑΣ ΕΜΦΥΤΑ

Εδώ, ο Αριστοτέλης, για να παρουσιάσει τη θέση του χρησιμοποιεί αναλογικό συλλογισμό, με αντιθετική παρουσίαση των λειτουργιών των αισθήσεων. Ο Αριστοτέλης ξεκινάει το συλλογισμό του διερευνώντας πρώτα τι συμβαίνει σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε μέσα μας εκ φύσεως. Αυτά έχουν εκ των προτέρων μέσα τους τη δυνατότητα να πραγματωθούν, αλλά η πραγμάτωσή τους έρχεται ύστερα χωρίς να χρειάζεται ο εθισμός, η επανάληψη μιας ενέργειας. Για να αποδείξει τα λεγόμενά του ο φιλόσοφος, χρησιμοποιεί το παράδειγμα των αισθήσεων: την όραση και την ακοή δεν τις αναπτύξαμε μέσα από την εξάσκηση, αντιθέτως υπάρχουν ήδη αναπτυγμένες μέσα μας και περνάμε αμέσως στη χρησιμοποίησή τους.

Αντίθετα, στις ηθικές αρετές προηγείται η ενέργεια, δηλαδή η εξάσκηση, η επανάληψη μιας ενέργειας, και ακολουθεί η κατάκτηση της ηθικής αρετής. Αλλά για να γίνει η αρετή από δυνατότητα πράξη, είναι ανάγκη ο άνθρωπος να εξασκηθεί. Δύο παραδείγματα από την καθημερινή ζωή, που αφορούν τις πρακτικές τέχνες αποδεικνύουν την αλήθεια της θέσης αυτής: για να αποκτήσει δηλαδή κανείς την ικανότητα του οικοδόμου ή του κιθαριστή, πρέπει πρώτα να εξασκηθεί στο χτίσιμο ή στο παίξιμο της κιθάρας αντίστοιχα.

Συμπέρασμα («οὕτω δὴ ... ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι»)

Αυτό, λοιπόν, που συμβαίνει στις πρακτικές τέχνες, συμβαίνει και στις ηθικές αρετές (αναλογία): με την επανάληψη και τον εθισμό σε ηθικές πράξεις αποκτούμε τις ηθικές αρετές. Το συμπέρασμα εισάγεται με το «οὕτω δή», και με τρία παραδείγματα ηθικών αρετών: της δικαιοσύνης, της σωφροσύνης και της ανδρείας.

«πρότερον - ὕστερον» και «πολλάκις» Προκειμένου ο Αριστοτέλης να αποδώσει τη χρονική προτεραιότητα των δυνάμεων έναντι των ενεργειών (δύναμις -> ἐνέργεια) σε όσα χαρακτηριστικά υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως, συνδέει τις δυνάμεις με το «πρότερον» και με απαρέμφατα ή μετοχές αορίστου που δηλώνουν το προτερόχρονο («ἰδεῖν», «ἀκοῦσαι», «χρησάμενοι»). Αντίθετα, για να αποδώσει την αντίθετη πορεία που ακολουθείται στις ηθικές αρετές (ἐνέργεια -> δύναμις), συνδέει τη μετοχή «ἐνεργήσαντες» με το «πρότερον», για να δηλώσει το προτερόχρονο, ή τις μετοχές ενεστώτα «ποιοῦντες» και «πράττοντες», για να δηλώσει το σύγχρονο.

Χαρακτηριστική είναι η χρήση του επιρρήματος «πολλάκις». Παρόλο που αναφέρεται σε όσα χαρακτηριστικά έχουμε εκ φύσεως, η χρήση του υποδηλώνει ότι για την κατάκτηση των ηθικών αρετών είναι απαραίτητη η άσκηση και η επανάληψη

ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΔΥΝΑΤΟΝ Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΑΓΕΝΕΣΤΕΡΗ, ΑΦΟΥ, ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΚΑΝΕΙΣ ΜΙΑ ΕΝΑΡΕΤΗ ΠΡΑΞΗ (Π.Χ. ΔΙΚΑΙΗ ΠΡΑΞΗ), ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΕΝΑΡΕΤΟΣ (Π.Χ. ΔΙΚΑΙΟΣ);

Για να λυθεί αυτή η απορία, πρέπει να σταθούμε σε κάποιες επισημάνσεις που ο Αριστοτέλης θα θίξει σε επόμενη ενότητα. Οι πράξεις, λοιπόν, που προηγούνται και επαναλαμβάνονται δεν είναι τυχαίες ούτε γίνονται κατόπιν υποδείξεως, αλλά αυτός που τις κάνει, πρέπει:

α. να έχει συνείδηση των πράξεών του,

β. να τις έχει επιλέξει ενσυνείδητα και να έχει δηλώσει με σαφήνεια την προτίμησή του γι' αυτές,

γ. να έχει κάνει τις πράξεις αυτές μόνιμο, σταθερό και αμετάβλητο τρόπο συμπεριφοράς του.

Οι πράξεις, όμως, λέγονται δίκαιες και σώφρονες, αν αυτός που τις κάνει, τις κάνει και με τον τρόπο που τις κάνουν οι δίκαιοι και σώφρονες άνθρωποι. Σωστά, λοιπόν, λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται δίκαιος με τις επανειλημμένες πράξεις δικαιοσύνης.

Οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας έμφυτα, αλλά τις αποκτούμε με τις πράξεις μας. Όπως σημειώνει και W.D.Ross, για να εξηγήσει το παράδοξο πώς πράττουμε αγαθά έργα, αν δεν είμαστε αγαθοί, υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις πράξεις που δείχνουν ενάρετες και σε αυτές που δείχνουν ότι ο άνθρωπος είναι όντως ενάρετος. Ο Αριστοτέλης εννοεί προφανώς ότι με τις αρετές συνδέονται δύο είδη πράξεων: α) οι πράξεις άσκησης με σκοπό την απόκτηση των αρετών, και αυτό αντιστοιχεί στη «δυνάμει» κατάσταση και β) οι πράξεις της αρετής, αφού έχει γίνει η αρετή έξη, μόνιμο γνώρισμα του χαρακτήρα και αυτό αντιστοιχεί στην «ενεργείᾳ» κατάσταση.

Ποια βασικά εκφραστικά μέσα χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης προκειμένου να ενισχύσει το δεύτερο επιχείρημά του; Να δώσετε συγκεκριμένα χωρία από το κείμενο. Απάντηση ερμηνευτικής ερώτησης

Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τα παρακάτω εκφραστικά μέσα, προκειμένου να ενισχύσει το 2ο επιχείρημά του:

α) Αντιθέσεις

•«ὅσα μὲν φύσει ... ≠ τὰς δ' ἀρετὰς λαμβάνομεν»

•«τὰς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα ≠ ὕστερον δὲ τὰς ἐνεργείας ἀποδίδομεν»

•«οὐ γὰρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ... ἀλλ' ἀνάπαλιν ἔχοντες ἐχρησάμεθα»

β) Αναλογίες

•«τὰς δ' ἀρετὰς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὥσπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν»

•«ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν ...οὕτω δὴ καὶ τὰ μὲν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα ...»

γ) Παραδείγματα

Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο ζευγάρια παραδειγμάτων:

•όραση - ακοή

•οικοδόμοι - κιθαριστές

ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ

οὔσης < εἰμί: εσθλός, ετυμολογία, οντολογία, όντως, ουσία, παρουσιαστικό.

διανοητικῆς < διὰ + νοῦς: άνοια, διχόνοια, έννοια, μετάνοια, νοερός, νόημα, νόηση, νοητικός, νοητός, ομόνοια, παρανόηση, παράνοια, πρόνοια,υπόνοια.

ἔχει < ἔχω (θ. σεχ-, ἕχ-, σχ-): ανακωχή, ανθεκτικός, αντοχή, έξη, εξής, εξοχή, έξοχος, πολιούχος, ραβδούχος, σχεδόν, σχολείο, σχολή, σχόλη.

δεῖται < δέομαι: αδέητος, δέηση, δεητικός, δέον, δεοντικός, δεοντολογία, ενδεής, ένδεια.

περιγίνεται < περὶ + γίγνομαι: γενέθλιος, γηγενής,γυνή, εγγονός, ενδογενής, ευγενής, νεογνό.

παρεκκλῖνον < παρὰ + ἐκ + κλίνω: άκλιτος, ανάκλιντρο, απαρέγκλιτος, απόκλιση, έγκλιση, επικλινής, κλίμα, κλίμαξ, κλίνη, κλίση, κλιτός, κλιτύς, παρέκκλιση, σύγκλιση, υπόκλιση.

ἀρετῶν < ἀραρίσκω (= τακτοποιώ, προετοιμάζω, συνδέω): αρέσκεια, αρεστός, άρθρο, αριθμός, αριστείο, αριστοκρατία, άριστος, άρμα, αρμονία, αρμός, δυσαρέσκεια, φιλαρέσκεια.

ἐθίζεται < ἔθος εθιμικός, έθιμο, εθιμοτυπία, εθισμός, έθος, ειωθός, συνήθης.

φερόμενος: αμφορέας, διένεξη, διηνεκής, φαρέτρα, φερέγγυος, φερνή, φερτός, φωριαμός.

ῥιπτῶν < ριπτῶ: κατάρριψη, ρίξιμο, ριπαίος, ριπή, ριπίδι, ριπιδοειδής, ρίψασπις.

πεφυκότων: αυτοφυής, έμφυτος, ευφυΐα, ιδιοφυής, κατάφυτος, σύμφυτος, τριχοφυΐα, φυλή, φύλλο, φύλο, φύση, φυσικοθεραπευτής, φυσικός, φυσικότητα, φυσιογνωμία, φυσιογνώστης, φυσιολάτρης, φυσιολογικός, φυτικός, φυτό. δέξασθαι < δέχομαι: αναδεξιμιός, ανάδοχος, απαράδεκτος, δεξαμενή, δεξιός, διαδοχή, δοκάνη, δοκάρι, δοκιμάζω, δοκιμή, δοκός, δοχείο, δωροδόκος, ξενοδόχος, συνεκδοχή.

παραγίνεται < παρὰ + γίνομαι: αγενής, γενεά, γενέθλια, γένεση, γενέτειρα, γηγενής, γονιός, γόνος, γυνή, εγγονός, ενδογενής, ευγενής, νεογνό, πρωτογενής, πρωτόγονος.

κομιζόμεθα κομιστής, κόμιστρο, μετακόμιση, προσκόμιση, συγκομιδή.

ἐνεργείας < ἐν + ἔργον < ἐργάζομαι: άεργος, εργόχειρο, κακούργημα, κακούργος, καλλιέργεια, κωλυσιεργία, μεταλλουργία, μεταξουργία, μουσουργός, ξυλουργός, όργανο, όργιο, πανούργος, πάρεργο, περιέργεια, περίεργος, προεργασία, ραδιενεργός, ραδιούργος, στιχουργός, συνεργός, υφαντουργία, χειρουργός.

ἀποδίδομεν:αιμοδότης, ανέκδοτος, ανένδοτος, απόδοση, αποδοτικός, δόσιμο, δώρο, δωσιδικία, εκδοτήριο, μεταδοτικός, ξέδομα, παραδοτέος, πληροφοριοδότης, προδότης, τροφοδότης, φωτοδότης.

ἰδεῖν < εἶδον του ρ. ὁράω-ῶ (θ. Fορά- < ὁρά-, Fιδ- > ἐ-Fιδ-ον > εἶδον, ὀπ-: ανύποπτος, αόμματος, αυτόπτης, διορατικός, είδος, ειδύλλιο, είδωλο, επόπτης, ιδέα, κάτοπτρο, οπή, οπτήρας, οπτικός, όραμα, όραση, ορατός, οφθαλμίατρος, όψη, πρόσοψη, ύποπτος.

ἀκοῦσαι αυτήκοος, βαρήκοος, ευήκοος, ξακουστός, ωτακουστής.

ἐλάβομεν < λαμβάνω: συλλαβή, σύλληψη, υπόληψη, χειρολαβή. ακατάληπτος, αμεροληψία, αμφιλαφής, ανεπανάληπτος, αντιλαβή, αντίληψη, αντισυλληπτικό, αντισύλληψη, απολαβή, ασύλληπτος, δικολάβος, εικονολήπτης, επανάληψη, επιληψία, εργολάβος, ευυπόληπτος, ηχοληψία, θρησκόληπτος, θρησκοληψία, καταληπτός, κατάληψη, , λαβή, λαβίδα, λάφυρο, λήμμα, λήψη, μεροληψία, μετάληψη, παραλήπτης, περίληψη, προκατάληψη, πρόσληψη,

ἔχοντες < ἔχω (θ. σεχ-, σχ-,): απροσχημάτιστος, αργόσχολος, ένοχος, έξη, εξής, κατεχόμενα, καχεξία, μέθεξη, παροχή, πάροχος, πολιούχος, προσοχή, πρόσχημα, προσχηματικά, ραβδούχος, σχεδόν, σχηματισμένος, σχολείο, σχολή.

ἐχρησάμεθα < χρήομαι -ῶμαι: ιδιοχρησία, καταχραστής, κατάχρηση, χρεία, χρέος, χρήμα, χρηματικός, χρήση, χρησιμοθήρας, χρησιμοποίηση, χρήσιμος, χρησιμότητα, χρησμός, χρήστης, χρηστικός, χρηστός, χρηστότητα.

τεχνῶν < τίκτω: απότοκος, αρχιτέκτονας, άτεκνος, άτεχνος, έντεχνος, επιτόκιο, επίτοκος, περίτεχνος, τεκνοποίηση, τέκτονας, τεχνική, τεχνολογία, τεχνοκράτης, τοκετός, τόκος.

δεῖ: αδέητος, δέηση, ενδεής, ένδεια.

μαθόντας < μανθάνω μαθηματικός, μαθητικός, μαθητολόγιο, μαθητούδι, οψιμαθής.

οἰκοδόμοι < οἶκος + δόμος: διοίκηση,ένοικος, μετοίκηση, μέτοικος, μονοκατοικία, οίκημα, οίκηση, κατοικία, οικισμός, οικιστικός, οικονομία, οικόπεδο, οικόσημο, οικόσιτος, οικοσκευή, οικότροφος, οικουμένη, παροικία, περίοικος, πολυκατοικία, συγκατοίκηση, συγκάτοικος.

πράττοντες δυσπραγία, εισπράκτορας, είσπραξη, μεταπράτης, μεταπρατικός, πράγμα, πραγματικός, πραγματογνώμων, πρακτέο, πρακτικό, πράκτορας, πρακτορείο, σύμπραξη.

σώφρονες < σῶος + φρὴν (γεν. φρενός): εθνικόφρων, ευφροσύνη, εχέφρων, μετριοφροσύνη, μετριόφρων, νομιμοφροσύνη, παραφροσύνη, παράφρων, σωφροσύνη, φρενίτιδα, φρενοβλαβής, φρενοκομείο, φρόνιμος.

ἀνδρεία < ἀνὴρ (γεν. ἀνδρός): άνανδρος, ανδραγαθία, ανδράποδο, ανδρείκελο, ανδριάντας, ανδρικός, ανδρισμός, ανδρόγυνο, ανδροκρατία, ανδροπρεπής, ανδροπρεπής, εξανδραποδισμός, εύανδρος.


Ενότητα 13 - Φάκελος Υλικού (Σημειώσεις)

1ο Μέρος 

3ο Επιχείρημα ότι η ηθική αρετή δεν είναι έμφυτη

Το επιχείρημα το αντλεί από τον χώρο της πόλης, καθώς για τον φιλόσοφο υπάρχει στενή σχέση μεταξύ ηθικής και πολιτικής. Άλλωστε, μόνο αν ένας άνθρωπος διέπεται από ηθικές αρετές μπορεί να λειτουργήσει σωστά μέσα στην πόλη και ως πολίτης και ως πολιτικός

Στην ουσία το επιχείρημα αυτό έχει ως εξής: αν οι ηθικές αρετές ήταν έμφυτες, όλες οι ενέργειες των νομοθετών να κάνουν τους πολίτες καλούς θα ήταν μάταιες, αφού όλοι θα γεννιόντουσαν με ή χωρίς αυτές και οποιαδήποτε προσπάθεια δεν θα μπορούσε να μεταβάλει αυτά τα χαρακτηριστικά. Έτσι αποδεικνύεται αφενός ότι οι ηθικές αρετές δεν υπάρχουν μέσα μας εκ φύσεως και αφετέρου ότι αυτές δεν αποκτώνται αλλιώς παρά μόνο με τη διαρκή άσκηση και την επανάληψη ηθικών πράξεων.

Ωστόσο, ο Αριστοτέλης επισημαίνει ότι κάποιοι νομοθέτες πετυχαίνουν τον στόχο τους και κατορθώνουν να βοηθήσουν τους πολίτες στην άσκηση της αρετής με τον τρόπο που πρέπει, ενώ κάποιοι άλλοι αποτυγχάνουν να ασκήσουν σωστά τους πολίτες στην αρετή. Γι' αυτό, άλλωστε, και τα πολιτεύματα διακρίνονται σε καλά και λιγότερο καλά.

Ποιο είναι το κριτήριο διάκρισης/ των πολιτευμάτων για τον Αριστοτέλη;

Ο Αριστοτέλης διακρίνει τα πολιτεύματα σε καλά και λιγότερο καλά και όχι σε καλά και κακά. Παρατηρείται, λοιπόν, ότι η λέξη «φαύλης» (που κανονικά «φαῦλος» σημαίνει κακός, ευτελής, ασήμαντος) χρησιμοποιείται εδώ με διαφορετική σημασία, (λιγότερο καλό πολίτευμα) έτσι ώστε να ανταποκρίνεται στις αντιλήψεις του φιλοσόφου. Η αναφορά αυτή στη διάκριση των πολιτευμάτων φαίνεται, με την πρώτη ματιά, να μη σχετίζεται με το θέμα του κειμένου και να αποτελεί μια παρέκβαση. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει, καθώς στόχος του φιλοσόφου είναι να συνδέσει την αξία των πολιτευμάτων με την αρετή των πολιτών.

Συγκεκριμένα, ο Αριστοτέλης δεν πιστεύει ότι υπάρχουν κακά πολιτεύματα, αφού πρωταρχικός στόχος όλων των νομοθετών, και άρα και των πολιτευμάτων μέσα στα οποία δρουν, είναι να κάνουν τους πολίτες ενάρετους ασκώντας τους στην ηθική αρετή, προκειμένου να φτάσουν στον ύψιστο στόχο, την ευδαιμονία. Το κριτήριο διάκρισης των πολιτευμάτων σε καλά και λιγότερο καλά αφορά τον βαθμό επιτυχίας του έργου των νομοθετών: όσο δηλαδή πιο κοντά στον στόχο τους φτάνουν, να οδηγήσουν τους πολίτες στην ηθική αρετή, και άρα στην ευδαιμονία, τόσο πιο καλό θεωρείται και το πολίτευμα. Κύριο έργο των νομοθετών είναι να κάνουν, με τους νόμους, τους πολίτες ηθικούς, ενάρετους, να τους σταθεροποιήσουν στον δρόμο της αρετής για να είναι και η πολιτεία αγαθή.

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: "Ἔτι ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται"

Τα ρήματα «γίνεται - φθείρεται» μας παραπέμπουν στο θεμελιώδες αντιθετικό ζεύγος της φιλοσοφικής σκέψης «γένεσις - φθορά». Για τον Αριστοτέλη, αυτή ήταν μια φυσική διαδικασία μονόδρομη: γένεση -> αύξηση -> τελείωση -> παρακμή -> φθορά. Αυτή, λοιπόν, η διαδικασία ακολουθείται και στις ηθικές αρετές. Κάθε αρετή για τους ίδιους λόγους και χρησιμοποιώντας τα ίδια μέσα γεννιέται και με την καλή εξάσκηση κατακτιέται, ενώ με την κακή εξάσκηση χάνεται.

ΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΙΘΑΡΙΣΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ: "ἐκ γὰρ τοῦ κιθαρίζειν ... ἐκ δὲ τοῦ κακῶς κακοί."

Στην προηγούμενη ενότητα ο Αριστοτέλης χρησιμοποιώντας τα παραδείγματα των οικοδόμων και των κιθαριστών είχε υποστηρίξει ότι οι ηθικές αρετές κατακτώνται με τον εθισμό. Σ' αυτή την ενότητα χρησιμοποιώντας τα ίδια παραδείγματα προσθέτει ένα νέο στοιχείο - επιχείρημα: τη σημασία της καλής («εὖ») και της κακής («κακῶς») άσκησης στην απόκτηση ή την απομάκρυνση από την ηθική αρετή. Δεν αρκεί, λοιπόν οι νομοθέτες με τους με τους νόμους τους να εξασκούν τους πολίτες σε μια οποιαδήποτε πράξη, αλλά να τους εξασκούν σε καλές και σωστές πράξεις προκειμένου ν' αποκτήσουν την ηθική αρετή.. Αυτό το βλέπουμε και στις τέχνες, αλλά και στις ηθικές αρετές. Θα γίνουμε καλοί οικοδόμοι, όχι αν οικοδομούμε συνεχώς, ή αν μάθουμε την οικοδομική τέχνη με επιφανειακό τρόπο, αλλά μόνο αν εξασκηθούμε στο σωστό χτίσιμο, και καλοί κιθαριστές, όχι αν παίζουμε συνεχώς κιθάρα και κάνουμε λάθη, επειδή δεν προσέχουμε , αλλά μόνο αν εξασκηθούμε στο σωστό παίξιμο της κιθάρας.

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΑΡΕΤΩΝ: "Ε γρ μ οτως εχεν ... γαθο κακοί."

Η ενότητα κλείνει με την επισήμανση του Αριστοτέλη ότι για την καλλιέργεια της ηθικής αρετής απαραίτητη κρίνεται η συμβολή του διδάσκοντος και της διδασκαλίας, της εκπαίδευσης γενικότερα. Ο δάσκαλος θα διδάξει τους κανόνες της αρετής, τους τρόπους εφαρμογής αυτών και θα εκπαιδεύσει στην ορθή άσκηση. Ο δάσκαλος είναι αυτός που θα παρακολουθεί και θα καθοδηγεί τους ανθρώπους στον σωστό εθισμό. Το ίδιο απαραίτητος είναι ο δάσκαλος και στις τέχνες, διότι αυτός θα διδάξει τον ασκούμενο σε μια τέχνη τους κανόνες της και τον σωστό τρόπο εφαρμογής τους.

Αυτός ακριβώς είναι και ο ρόλος του νομοθέτη στην πόλη: αποτελεί τον δάσκαλο των πολιτών, ο οποίος χρησιμοποιώντας τα σωστά μέσα, δηλαδή τους σωστούς νόμους, θα διδάξει τους πολίτες τι είναι δίκαιο και τι άδικο, θα ορίσει τους κανόνες της δίκαιης και ηθικής συμπεριφοράς μέσα στην πόλη και θα τους οδηγήσει στην κατάκτηση των ηθικών αρετών και, άρα, στην ευδαιμονία. Επομένως, καταλήγουμε και πάλι στο συμπέρασμα ότι οι ηθικές αρετές δεν είναι έμφυτες, αφού στην αντίθετη περίπτωση ο ρόλος του δασκάλου θα ήταν μάταιος. Αντίθετα, οι ηθικές αρετές κατακτώνται με τη σωστή άσκηση, με τη διαρκή επανάληψη ηθικών πράξεων.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ 1ου Μέρους

γινόμενον < γί(γ)νομαι: αγενής, άγονος, απόγονος, γενεά, γενέθλια, γενέθλιος, γενέτειρα, γένος, γηγενής, γόνος, γυνή, εγγονός, μονογενής, νεογνό, πρωτόγονος.

πόλεσιν < πόλις: διαπολιτισμικός, κοινοπολιτεία, κωμόπολη, μεταπολίτευση, πολιούχος, πολιτεία, πολιτευτής, πολιτικάντης, πολιτικολογία, πολιτισμικός,

νομοθέται < νόμος + τίθημι: αδιαθεσία, αντίθετος, απόθεμα, αποθηκάριος, αποθήκη, διάθεση, διαθήκη, έκθεμα, έκθεση, εκθέτης, έκθετος, εμπρόθετος, επίθεση, επιθετικός, θέμα, θεμέλιο, θεμελιώδης, θέση, θεσμός, θετός, θήκη, καταθέτης, νουθεσία, παράθεμα, παράθεση, παρακαταθήκη, πρόσθετος, σύνθεση, συνθετικός, σύνθετος, συνθήκη, τοποθεσία, υιοθεσία, υπερθετικός, υποθετικός.

ποιοῦσιν < ποιέω -ῶ: αξιοποίηση, απεριποίητος, αποποίηση, αρτοποιία, αρτοποιός, αχειροποίητος, γελωτοποιός, ειδοποιός, ειρηνοποιός, εκποίηση, εντατικοποίηση, επιπλοποιείο, ηθοποιός, θεοποίητος, κακοποιός, κοινοποίηση, περιποίηση, οδοποιία, ἐστὶν < εἰμί: ανούσιος, εξουσιαστικός, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, ουσία, ουσιαστικός, ουσιώδης, παρόν, παροντικός, παρουσιαστικό.

διαφέρει < διὰ + φέρω: αμφορέας, διάφορος, διένεξη, διηνεκής, πολύφερνος, φαρέτρα, φερέγγυος, φερτός, φερώνυμος, φορά, φόρος, φωριαμός.

οἰκοδομεῖν < οἰκοδόμος < οἶκος + δέμω: αδόμητος, ανοικοδόμηση, δομή, δομικός,

εἶχεν < ἔχω διαδοχικός, διάδοχος, έξη, εξής, εξοχή, εξοχικός, καθεξής, κατοχικός, οπιούχος, παροχέας, ραβδούχος, σκηπτούχος, σχεδόν, σχολείο, σχολή, σχόλη.

ἔδει < δεῖ: δέηση, δεητικός, ενδεής, ένδεια.


2ο ΜΕΡΟΣ 13ης ΕΝΟΤΗΤΑΣ

1. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: «Οτω δ κα»

Ο ρόλος των τριών αυτών λέξεων είναι εισαγωγικός στο νέο επιχείρημα του Αριστοτέλη. Συγκεκριμένα, το τροπικό επίρρημα «οὕτω», είναι ομοιωματικό προς τα προηγούμενα και δηλώνει αναλογική θεώρηση του θέματος που ακολουθεί. Ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί δηλαδή σ' αυτή την ενότητα αναλογικό συλλογισμό: όπως για την εκμάθηση των τεχνών είναι απαραίτητος ο εθισμός σε κατάλληλες ενέργειες, έτσι και για την κατάκτηση των ηθικών αρετών έχει σημασία η επανάληψη ίδιων πράξεων («ὁμοίων ἐνεργειῶν»). Με τον συμπερασματικό σύνδεσμο «δὴ» ανακεφαλαιώνονται τα προηγούμενα, ενώ ο μεταβατικός σύνδεσμος «καὶ» εισάγει το νέο επιχείρημα.

2. Η ΑΠΟΔΕΙΚΤΕΑ ΘΕΣΗ: «Καν δ λόγκ τν μοίων νεργειν αξεις γίνονται.» (οι ηθικές αρετές και γενικά τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας δηλαδή οι έξεις αποκτώνται από την επανάληψη όμοιων ενεργειών.

Η αποδεικτέα θέση που παρουσιάζεται σ' αυτή την ενότητα μετά την παράθεση κατά ζεύγη των αντίθετων φιλοσοφικών εννοιών, είναι ότι τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας, είτε αυτά είναι καλά είτε κακά, διαμορφώνονται μέσα από τη συστηματική επανάληψη ομοίων ενεργειών. Γι' αυτό και πρέπει οι ενέργειές μας να έχουν συγκεκριμένη ποιότητα. Επομένως, καταλαβαίνουμε ότι η στάση, η συμπεριφορά μας, οι πράξεις μας και γενικότερα οι επιλογές μας καθορίζουν το αν θα αποκτήσουμε ή όχι τις ηθικές αρετές. Σ' αυτό το συμπέρασμα κατέληξε ο Αριστοτέλης με την αναλογική μέθοδο στην ενότητα 3 (όπως για την εκμάθηση των τεχνών είναι απαραίτητος ο εθισμός σε κατάλληλες ενέργειες, έτσι και για την κατάκτηση των ηθικών αρετών έχει σημασία η επανάληψη ίδιων πράξεων) και με τη χρήση μιας σειράς παραδειγμάτων στην ενότητα 4 :

α) Στη συναναστροφή μας με τους άλλους ανθρώπους («τὰ ἐν τοῖς συναλλάγμασι τοῖς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους»), αν ακολουθήσουμε τον έναν τρόπο συμπεριφοράς, γινόμαστε δίκαιοι, ενώ αν ακολουθήσουμε τον άλλον, γινόμαστε άδικοι («οἳ μὲν δίκαιοι οἳ δὲ ἄδικοι»),

β) Σε όσα προξενούν φόβο («τὰ ἐν τοῖς δεινοῖς»), άλλοι συνηθίζοντας να δείχνουν θάρρος γίνονται ανδρείοι, ενώ άλλοι συνηθίζοντας να φοβούνται γίνονται δειλοί («ἐθιζόμενοι φοβεῖσθαι ἢ θαρρεῖν οἳ μὲν ἀνδρεῖοι οἳ δὲ δειλοί»),

γ) Σχετικά με τις επιθυμίες («τὰ περὶ τὰς ἐπιθυμίας»), άλλοι ακολουθώντας τον έναν τρόπο συμπεριφοράς τις αντιμετωπίζουν με σύνεση και εγκράτεια, ενώ άλλοι ακολουθώντας τον άλλο τρόπο συμπεριφοράς ξεφεύγουν από τα όρια του μέτρου και γίνονται ακόλαστοι («οἳ μὲν γὰρ σώφρονες οἳ δὲ ἀκόλαστοι»),

δ) Σχετικά με όσα προξενούν οργή («τὰ περὶ τὰς ὀργάς»), άλλοι ακολουθώντας τον έναν τρόπο συμπεριφοράς τα αντιμετωπίζουν με πραότητα, ενώ άλλοι ακολουθώντας την αντίθετη συμπεριφορά γίνονται οργίλοι και ξεσπούν («(οἳ μὲν) πρᾶοι (οἳ δὲ) ὀργίλοι»).

3. ΔΙΕΥΚΡΙΝΙΣΗ ΤΩΝ ΟΡΩΝ: «σώφρονες - κόλαστοι, προι - ργίλοι»

«Σώφρονες»: είναι αυτοί που δείχνουν εγκράτεια και αντιστέκονται στις επιθυμίες τους, ενώ κρατιούνται συστηματικά μακριά από τις σωματικές ηδονές.

«Ἀκόλαστοι»: αυτοί αντίθετα, αφήνονται στις επιθυμίες και στις σωματικές ηδονές ξεπερνώντας τα όρια του μέτρου.

«Πρᾶοι»: είναι οι άνθρωποι που αντιδρούν συγκρατημένα και με ηρεμία στα συναισθήματα οργής.

«Ὀργίλοι»: αυτοί αντίθετα, δεν μπορούν να χαλιναγωγήσουν την οργή τους, ξεσπούν και αντιδρούν με βίαιο πολλές φορές τρόπο.

4. ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Από τα παραπάνω γίνεται αντιληπτό ότι ο Αριστοτέλης δίνει κοινωνικό χαρακτήρα στην αρετή. Αυτό προκύπτει απ' το ότι τόσο η αρετή της δικαιοσύνης όσο και της σωφροσύνης και της πραότητας σχετίζονται με τις καθημερινές δραστηριότητες του ανθρώπου, αντανακλούν στον κοινωνικό περίγυρο και ρυθμίζουν τις διαπροσωπικές μας σχέσεις. Η κοινωνία είναι άλλωστε αυτή που θα κρίνει και θα αξιολογήσει ποια πράξη ή ποιος άνθρωπος είναι ηθικός.

5 ΤΙ ΕΙΝΑΙ Ο ΟΡΟΣ «ξις»

Στην ενότητα αυτή εμφανίζεται μια νέα έννοια, η έννοια της λέξης «ἕξις». Η λέξη αυτή ετυμολογικά ερμηνεύεται ως εξής: παράγεται από το θέμα του μέλλοντα του ρήματος «ἔχω» και την παραγωγική κατάληξη -σις, η οποία δηλώνει ενέργεια.

Αρχική σημασία της λέξης είναι το να κατέχει κανείς συνέχεια κάτι που έχει αποκτήσει.

Για τον Αριστοτέλη η λέξη απέκτησε ηθικό περιεχόμενο: είναι τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας, που αποκτιούνται με την επίμονη άσκηση και επανάληψη κάποιων ενεργειών. Οι «ἕξεις» είναι ένα από τα τρία στοιχεία της ψυχής.. Τα άλλα δύο είναι τα πάθη και οι δυνάμεις. Πάθη (πχ. επιθυμία, οργή, φόβος, χαρά, φιλία, μίσος) είναι όσα έχουν ως αποτέλεσμα την ευχαρίστηση ή τη δυσαρέσκεια. Οι δυνάμεις είναι οι δυνατότητες συμμετοχής στα πάθη, οι οποίες δεν αρκούν από μόνες τους για να χαρακτηριστεί κάποιος καλός ή κακός. Οι έξεις τέλος είναι τα μόνιμα στοιχεία που αποκτιούνται με την επανάληψη μιας πράξης, που συνιστά την έξη.

Σήμερα η λέξη έχει αποκτήσει ψυχολογικό περιεχόμενο και είναι η συνήθεια ως αποτέλεσμα επανάληψης, μάθησης ή συνεχούς επίδρασης του ίδιου παράγοντα.

6. Η ΧΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΥΠΩΝ «γινόμεθα - γίνονται - πράττοντες - θιζόμενοι»

Με τη χρήση των ρηματικών τύπων που αναφέρονται σε πράξεις, «γινόμεθα - γίνονται - πράττοντες - ἐθιζόμενοι» δηλώνεται ενέργεια, ενώ ο ενεστώτας δηλώνει την επανάληψη. Έτσι, δίνεται η ευκαιρία στον Αριστοτέλη να αποδείξει τον βαθμιαίο τρόπο κατάκτησης της αρετής, καθώς και ότι και οι έξεις, όπως και οι αρετές, δεν υπάρχουν εκ φύσεως, αλλά είναι αποτελέσματα κάποιων ενεργειών.

7.Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΣΤΙΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΜΑΣ: «Δι δε τς νεργείας ποις ποδιδόναι.»

Και σ' αυτό το σημείο καθοριστικός είναι ο ρόλος της επανάληψης, που πρέπει να γίνεται με ποιότητα, ώστε να προσδίδει την ανάλογη ποιότητα και στα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα μας. Επειδή η ἕξις είναι ουδέτερη έννοια, μπορεί να είναι καλή, αλλά και κακή, η ποιότητα του εθισμού που την προκαλεί είναι καθοριστική για τη δική της ποιότητα. Γι' αυτό θεωρεί αναγκαίο (δεῖ) ο Αριστοτέλης να φροντίζουμε για την ποιότητα των ενεργειών που οδηγούν στην ἕξιν

8. Η ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΑΞΙΑ ΤΟΥ ΕΘΙΣΜΟΥ: «ο μικρν ον ... μλλον δ τ πν.»

Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι ο εθισμός και η απόκτηση μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα μας έχει πολύ μεγάλη παιδαγωγική αξία. Γι΄ αυτό και εισάγει στην ενότητα αυτή το παιδαγωγικό του σχόλιο. Θεωρεί λοιπόν, ότι ο άνθρωπος πρέπει να συνηθίζει από μικρός σε ηθικές ενέργειες, για να φτάσει στην κατάκτηση των ηθικών αρετών. Μάλιστα, αυτή η διαδικασία πρέπει να ξεκινήσει από πολύ μικρή ηλικία, γιατί τότε συντελείται η διαμόρφωση της ηθικής του συνείδησης. Το φυσικό, οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον του παιδιού παίζει καθοριστικό ρόλο στη σωματική, συναισθηματική, ψυχική και πνευματική ανάπτυξή του. Επιπλέον, επειδή η διαδικασία αυτή απαιτεί πολύ χρόνο, κρίνεται σωστό να ξεκινήσει όσο γίνεται πιο γρήγορα. Οι παιδαγωγικές αυτές αντιλήψεις του Αριστοτέλη συμφωνούν με τις σύγχρονες και φαίνεται ότι έπαιξαν και παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της σύγχρονης αντίληψης για την αγωγή


ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ 2ο Μέρους

Ἔχει < ἔχω: ανάδοχος, ανακωχή, άσχετος, διαδοχικός, δικαιούχος, διπλωματούχος, ένοχος, εξοχή, εποχή, εσοχή, ευεξία, εχεμύθεια, ηνίοχος, καχεκτικός, καχεξία, κληρουχία, μειονεξία, μέτοχος, οχυρός, παροχή, περιέκτης, περιεκτικός, περιοχή, πλεονεξία, προνομιούχος, ραβδούχος, σκηπτούχος, συνοχή, συνταξιούχος, σχεδόν, σχετικός, σχήμα, σχολείο, υπεροχή.

πράττοντες < πράττω : απράγμων, εισπρακτικός, πολυπράγμων, πράξη, πραξικόπημα.

συναλλάγμασι < σὺν + ἀλλάττω (ρ. ἀλλ- + ἀγ- + j + -ω): αλλαγή, άλλαγμα, αλλαξιά, αλλαξοπιστία, απαλλαγή, εναλλαγή, μισαλλόδοξος, παραλλαγή, συναλλαγή, συνάλλαγμα.

γινόμεθα < γί(γ)νομαι :γενεά, γενέθλιος, γένεση, γενέτειρα, γένος, γηγενής, γονίδιο, γονιός, γυνή, διγενής, εγγονός, ενδογενής, εξωγενής, ευγενής, νεογνό, πολυγονία, πρωτόγονος.

ἐθιζόμενοι < ἐθίζομαι < ἔθος: εθιμικός, έθιμο, εθιμοτυπία, εθιμοτυπικός, εθισμένος, εθισμός, 

Ενότητα 14

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «μεσότητα Ο Αριστοτέλης ξεκινάει σ' αυτή την ενότητα να απαντάει στο ερώτημα που έθεσε στην προηγούμενη, ποια δηλαδή είναι η φύση της αρετής. Στόχος του είναι να αποδείξει ότι η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας (κάτι στο οποίο έμμεσα αναφέρθηκε στην 4η ενότητα). Γι' αυτό, λοιπόν, πρέπει πρώτα να προσδιορίσει την έννοια της μεσότητας, για να καταλήξει έπειτα στον συσχετισμό της με την ηθική αρετή.
Μέσον, λοιπόν, δεν είναι ούτε το μεγαλύτερο ούτε το μικρότερο κομμάτι, αλλά το σημείο που χωρίζει δύο ίσα μέρη ενός πραγματος.

ΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΕΝΝΟΙΑΣ «μεσότητα»: «Λέγω δὲ ... οὐδὲ ταὐτὸν πᾶσιν».

Το μέσον, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μπορεί να προσδιοριστεί με βάση δύο κριτήρια: τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά.

α) Μέσον με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια («κατ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»): το μέσο αυτό σχετίζεται με τα ίδια τα πράγματα. Είναι αυτό που ισαπέχει από τα δύο άκρα του πράγματος. Θεωρείται αντικειμενικό, γιατί απορρέει από παρατηρήσεις και μετρήσεις, από επιστημονική δηλαδή γνώση, και γι' αυτό είναι ένα και αποδεκτό από όλους.

β) Μέσον με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια («πρὸς ἡμᾶς»): το μέσον αυτό δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο ούτε είναι ένα για όλους. Είναι σχετικό και ο προσδιορισμός του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος με τη χρήση της λογικής μπορεί να συνεκτιμά διάφορους αστάθμητους και μεταβλητούς παράγοντες, όπως τις ιδιαίτερες ανάγκες του, τις περιστάσεις, την εποχή, τον τόπο, τα κοινωνικά πρότυπα κτλ.

Σ' αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνουμε ότι οι όροι «αντικειμενικός» και «υποκειμενικός» δεν υπήρχαν την εποχή του Αριστοτέλη και ήταν δικές του επινοήσεις. Είναι αλήθεια ότι πολύ συχνά οι επιστήμονες κατά τη διάρκεια της επιστημονικής έρευνας βρίσκονται αντιμέτωποι με την ανάγκη να εκφράσουν με τις κατάλληλες λέξεις τις νέες ιδέες ή επιστημονικές τους συλλήψεις. Αυτό αποτελεί μια δύσκολη διαδικασία και οι επιλογές τους είναι δύο: ή να επινοήσουν καινούριες λέξεις ή να χρησιμοποιήσουν ήδη υπάρχουσες με διαφορετικό νοηματικό περιεχόμενο. Έτσι, βλέπουμε ότι και ο Αριστοτέλης, για να πλησιάσει στον προσδιορισμό των εννοιών αυτών, χρησιμοποίησε τον όρο «κατ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» για την έννοια της αντικειμενικότητας και τον όρο «πρὸς ἡμᾶς» για τον όρο της υποκειμενικότητας.

ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΛΛΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ: «Οἷον ... ἐπὶ δρόμου καὶ πάλης»

Ο Αριστοτέλης, προκειμένου να στηρίξει τις παραπάνω θέσεις του, θα δώσει δύο παραδείγματα ακολουθώντας επαγωγικό συλλογισμό.

α) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο αντικειμενικό μέσο είναι αριθμητικό. Αν πάρουμε μια σειρά αριθμών από το 2 έως το 10, το δύο είναι το λίγο, το 10 είναι το πολύ, ενώ μέσο είναι το 6, γιατί, σύμφωνα με τις διδασκαλίες της αριθμητικής, απέχει ίση απόσταση, 4 δηλαδή μονάδες, τόσο από το 2 όσο και από το 10, από τα δύο δηλαδή άκρα. Σ' αυτή δηλαδή την περίπτωση το κριτήριο προσδιορισμού του μέσου είναι ποσοτικό.

β) Το παράδειγμα που αναφέρεται στο υποκειμενικό μέσο αντλείται από τον χώρο του αθλητισμού. Αν για κάποιον αθλητή το φαγητό των δύο μνων είναι λίγο και το φαγητό των δέκα μνων είναι πολύ, τότε ο προπονητής δεν θα επιλέξει αναγκαστικά το φαγητό των έξι μνων, που αντικειμενικά είναι η μεσότητα, γιατί γι' αυτόν τον αθλητή μπορεί να θεωρηθεί μεγάλη μερίδα ή μικρή. Για το Μίλωνα, το γνωστό αθλητή από τον Κρότωνα, αποικία της Κάτω Ιταλίας τον 6ο π.Χ. αιώνα, που ήταν μεγαλόσωμος και έτρωγε μεγάλες ποσότητες φαγητού, είναι λίγο, ενώ για κάποιον που τώρα ξεκινάει να γυμνάζεται, είναι πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους αθλητές του δρόμου ή της πάλης. Παρατηρούμε δηλαδή ότι ο προσδιορισμός του μέσου σχετίζεται με ποιοτικά κριτήρια και μεταβλητούς παράγοντες, όπως η σωματική διάπλαση του αθλητή, ο χρόνος εκγύμνασης και το είδος του αθλήματος.

Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ: «μήτε πλεονάζει μήτε ἐλλείπει»

Ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να προσδιορίσει την έννοια της «μεσότητας», αναφέρεται και στις έννοιες της «ὑπερβολῆς» και της «ἐλλείψεως». Ήδη στην 4η ενότητα εμμέσως πλην σαφώς διατύπωσε την άποψη ότι κάθε αρετή είναι «μεσότης» που βρίσκεται ανάμεσα στα δύο άκρα, την υπερβολή και την έλλειψη. Μέσα από τα αντιθετικά ζεύγη που παρέθεσε στην 4η ενότητα θέλοντας ν' αποδείξει ότι από τις όμοιες ενέργειες γεννιούνται οι έξεις (δειλία ἀνδρεία θρασύτης/ ἀναισθησία σωφροσύνη ἀκολασία/ έλλειψη οργής, πραότητα, οργή), έγινε κατανοητό ότι η μεσότητα αποτελεί τη σωστή, την ενδεδειγμένη συμπεριφορά, η οποία επαινείται, γιατί οδηγεί στην κατάκτηση των ηθικών αρετών, ενώ η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν τη λανθασμένη, τη μη ενδεδειγμένη συμπεριφορά, η οποία αποδοκιμάζεται, γιατί μας απομακρύνει από τις ηθικές αρετές.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ: ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΗΘΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ: «Οὕτω δὴ ... τὸ πρός ἡμᾶς»

Με το «οὕτω δὴ» ο Αριστοτέλης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κάθε γνώστης, ειδικός («ἐπιστήμων»), κάθε άνθρωπος δηλαδή που διαθέτει ένα λογικό κριτήριο, αποφεύγει την υπερβολή και την έλλειψη και επιδιώκει και προτιμά («αἱρεῖται») το μέσον που προσδιορίζεται με υποκειμενικά και όχι με αντικειμενικά κριτήρια. (Άλλο παράδειγμα «επιστήμονα-τεχνίτη» εκτός από αυτό του γυμναστή που αναφέρει ο Αριστοτέλης: Ο ζωγράφος για παράδειγμα στους πίνακες του αναζητεί το μέσο, διότι, έστω και μια πινελιά παραπάνω από ότι πρέπει να προσθέσει σ' έναν πίνακα του, δεν επιτυγχάνει το τέλειο. Αν πάλι λείψει έστω και η παραμικρή πινελιά από ότι πρέπει, πάλι το αποτέλεσμα του έργου του δε θα είναι επιτυχές)

Έτσι, εφόσον η αρετή είναι μεσότητα και αφού αυτή σχετίζεται με τον ίδιο τον άνθρωπο και τις επιλογές του οι οποίες ρυθμίζονται από εξωτερικούς και μεταβλητούς παράγοντες , αποδεικνύεται ότι η αρετή αποτελεί μεσότητα που προσδιορίζεται με υποκειμενικά κριτήρια και επιλέγεται με τη λογική.

Ο Αριστοτέλης επίσης με το ρήμα «αἱρεῖται» θέτει και το ζήτημα της προαιρέσης σε σχέση με τη μεσότητα. Στο συμπέρασμα αυτό, καταφεύγοντας και πάλι στην εμπειρία της καθημερινής ζωής, αναφέρει την κοινή διαπίστωση ότι οι τεχνίτες επιδιώκουν το υποκειμενικό μέσον, αυτό που βρίσκεται σε συμφωνία με τις ανάγκες των ανθρώπων. Το μέσον αυτό το επιδιώκουν «ζητεῖ» και το επιλέγουν «αἱρεῖται». Με το δεύτερο ρήμα στο ζήτημα της μεσότητας εισάγεται η ελευθερία της επιλογής και προστίθεται και η ψυχολογική διάστασή του, καθώς συνάγεται ότι η μεσότητα είναι επιλογή που εναπόκειται σε μας να την κάνουμε ή όχι. Συνεπώς εφόσον η αρετή είναι μεσότητα, η επιλογή της είναι αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου και όχι αποτέλεσμα εξαναγκασμού.

«πᾶς ἐπιστήμων»: ο όρος έχει παρόμοια σημασία με τον όρο «τεχνῖται» που θα δούμε στην επόμενη ενότητα. Δεν εννοούνται δηλαδή εδώ αυτοί που ασχολούνται με κάποια επιστήμη, όπως τα μαθηματικά, γιατί αυτοί εξετάζουν το αντικειμενικό μέσο. Αντίθετα, εδώ εννοούνται αυτοί που έχοντας κάποιο λογικό κριτήριο επιδιώκουν το υποκειμενικό μέσον.


ΕΡΩΤΗΣΗ: Πλησιάζει ο Αριστοτέλης τη σχετικοκρατική στάση των σοφιστών απέναντι στα πράγματα (ότι η αρετή είναι σχετική) όταν λέει ότι η αρετή βρίσκεται στο μέσον που προσδιορίζεται με κριτήρια υποκειμενικά («πρὸς ἡμᾶς»);

Εδώ, παρατηρούμε ότι ο Αριστοτέλης, πλησιάζει την άποψη των σοφιστών απέναντι στα πράγματα, η οποία εκφράζεται με τη φράση του Πρωταγόρα: «Πάντων χρημάτων μέτρον ἐστίν ἄνθρωπος...» (= Μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος, αυτών που υπάρχουν πως υπάρχουν και αυτών που δεν υπάρχουν πως δεν υπάρχουν). Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος να θεωρηθεί ότι το κάθε άτομο προσδιορίζει όπως θέλει, αυθαίρετα την αρετή. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει, γιατί υπεισέρχεται το κριτήριο του «ὀρθοῦ λόγου», της λογικής, και μάλιστα της λογικής του φρόνιμου ανθρώπου, η οποία διασφαλίζει τη σχετική αντικειμενικότητα στον προσδιορισμό του μέσου. (Η αρετή προσδιορίζεται με βάση τη λογική, τον «ὀρθὸν λόγον» Το στοιχείο αυτό προκύπτει από την αναφορά της λέξης «ἐπιστήμων», ο οποίος επιζητά («ζητεῖ») και επιλέγει («αἱρεῖται») τη μεσότητα ακολουθώντας μια λογική διεργασία).

Ο Αριστοτέλης με την υποκειμενική μεσότητα σχετικοποιεί το περιεχόμενο των ηθικών αρετών, αλλά δεν οδηγείται στον σοφιστικό σχετικισμό και υποκειμενισμό. Αποδέχεται μάλλον τη σχετικότητα του ηθικού κώδικα και όχι τον σχετικισμό, όπως άλλωστε θα διευκρινίσει παρακάτω, στις επόμενες ενότητες. Η σχετικότητα του ηθικού κώδικα σημαίνει ότι το περιεχόμενο των ηθικών αρετών εξαρτάται από το περιεχόμενο συγκεκριμένων και αντικειμενικών σταθερών μεταβλητών, όπως είναι ο χρόνος, ο σκοπός, η περίσταση κ.τ.λ. Αντίθετα με τον σχετικισμό του ηθικού κώδικα , που πίστευαν οι σοφιστές εννοείται ότι το περιεχόμενο των ηθικών αρετών ορίζεται από το άτομο όπως νομίζει και το συμφέρει κάθε φορά, κυριαρχεί δηλαδή ο υποκειμενισμός.

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

συνεχεῖ, ἀπέχον, ὑπερέχει, ὑπερέχεται < ἔχω: εχεμύθεια, έξη, εξής, ανέχεια, συνέχεια, ανεκτικός, περιεκτικός, περιέκτης, προσεκτικός, καχεξία, καχεκτικός, ευεξία, ακάθεκτος, σχεδόν, άσχετος, σχέδιο, σχολείο, ανοχή, συνοχή, κατοχή, εποχή, εξοχή, προεξοχή, οχυρός, οχύρωση, τροπαιούχος, διπλωματούχος, συμβασιούχος, προνομιούχος, πτυχιούχος, ζαχαρούχος, σοκολατούχος, αλληλουχία, κληρουχία, ευωχία, ανακωχή

λαβεῖν, λαμβάνουσι, ληπτέον, ληψομένῳ < λαμβάνω: λαβή, απολαβή, παραλαβή, συλλαβή, αντιλαβή, χειρολαβή, λήψη, μετάληψη, σύλληψη, πρόσληψη, επανάληψη, κατάληψη, προκατάληψη, περίληψη, υπόληψη, επιληψία, θρησκοληψία, μεροληψία, αμεροληψία, ηχοληψία, παραλήπτης, ηχολήπτης, εικονολήπτης, ανεπανάληπτος, ακατάληπτος, ασύλληπτος, ευυπόληπτος, εργολάβος, δικολάβος, λήμμα, λάφυρο
πλεῖον, πλεονάζει < ὁ, ἡ πλέων/πλείων, τὸ πλέον/πλεῖον: πλέον, πλεονασμός, πλεονεξία, πλεονέκτημα, πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοδότης, πλειοδοσία

ἐλλείπει, ἔλλειψιν < λείπω: διάλειμμα, διάλειψη, εγκατάλειψη, έκλειψη, έλλειμμα, ελλειμματικός, ελλειπτικός, έλλειψη, ελλιπής, κατάλοιπο, λειψανδρία, λείψανο, λειψός, λειψυδρία, λιποβαρής, λιποθυμία, λίπος, λιπόσαρκος, λιποτάκτης, λιποταξία, λιπόψυχος, λοιπόν, λοιπός, παράλειψη, υπόλειμμα, υπόλοιπος.

φαγεῖν < ἔφαγον < τρώγω : έδεσμα, εδωδιμοπωλείο, εδώδιμος, παμφάγος, φαγητό.
ἀλείπτης < ἀλείφω: άλειμμα, πασάλειμμα, επάλειψη, εξάλειψη, αλοιφή, απαλοιφή

προστάξει < πρὸς + τάττ(σσ)ω: τάξη, ταξίδι, ταγματάρχης, τάξιμο, υποταγή, τάγμα

ἀρχομένῳ < ἄρχομαι: αναρχικός, αρχαίος, γυμνασίαρχος, έναρξη, έπαρχος, ναυαρχίδα, ναύαρχος, ταξίαρχος, υπαρκτός, ύπαρχος.

ἐπιστήμων < ἐπίσταμαι: επιστήμη, επιστημολογία, επιστημονικός, επιστημονισμός, επιστημοσύνη, επιστητό.

ὑπερβολήν < ὑπέρ + βάλλω: βαλτός, βαλβίδα, βαλλιστικός, περιβάλλον, βέλος, βελόνα, βεληνεκές, βλήμα, έμβλημα, πρόβλημα, απόβλητος, διαβλητός, αναβλητικός, υποβλητικός, , βόλος, λιθοβολισμός

αἱρεῖται < αἱρέομαι-οῦμαι: αίρεση, αιρετός, αναιρετικός, αρχαιρεσίες, αυθαίρετος

ENOTHTA 15

1ο Μέρος

Προηγουμένως ο Αριστοτέλης είχε καταλήξει στη θέση ότι οι ηθικές αρετές σχετίζονται με τα συναισθήματα και τις πράξεις, γιατί σ' αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη και το μέσον. Έρχεται, λοιπόν, στην ενότητα αυτή να αποδείξει την παραπάνω θέση με επαγωγικό τρόπο δίνοντας ενδεικτικά κάποια παραδείγματα συναισθημάτων, τα οποία χωρίζονται σε ευχάριστα και δυσάρεστα. Τονίζει ότι σ' αυτά υπάρχει υπερβολή και έλλειψη, καθώς μπορούμε να τα βιώσουμε είτε σε μεγαλύτερο είτε σε μικρότερο βαθμό. Αν τα αισθανόμαστε σε μεγαλύτερο βαθμό («μᾶλλον»), τότε φτάνουμε στην υπερβολή, ενώ, αν τα αισθανόμαστε σε μικρότερο βαθμό («ἧττον»), φτάνουμε στην έλλειψη. Όμως, ούτε το «μᾶλλον» ούτε το «ἧττον» είναι καλά («οὐκ εὖ»), όπως υπογραμμίζει ο φιλόσοφος, γιατί έτσι απομακρυνόμαστε από τη μεσότητα.

Πρέπει, μάλιστα, να σημειώσουμε ότι μετά τα επιρρήματα «μᾶλλον» και «ἧττον» εννοείται η γενική συγκριτική «τοῦ δέοντος», η οποία καθορίζει τα όρια του μέσου, του μέτρου, της ηθικά ορθής πράξης.

Πώς πετυχαίνεται (ποιες είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να υπάρχουν) η μεσότητα στα συναισθήματα; Ποιο ρόλο παίζει το «δεῖ» για την απόκτηση της ηθικής αρετής;

Για να μπορέσει να διατηρηθεί η μεσότητα στα συναισθήματα, που είναι και το «ἄριστον», πρέπει να τηρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, οι οποίες παρουσιάζονται από τον φιλόσοφο με πολυσύνδετο σχήμα (υπάρχουν συνεχόμενα και) που δίνει έμφαση. Συγκεκριμένα, πρόκειται για δεοντολογικούς κανόνες - γι' αυτό και επαναλαμβάνεται συνεχώς ή εννοείται το «δεῖ» - που μας κατευθύνουν προς την ηθικά ορθή πράξη. Η εφαρμογή τους απαιτεί μόχθο και επίπονη προσπάθεια. Αυτοί οι κανόνες είναι:

α. «ὅτε δεῖ»: η χρονική στιγμή κατά την οποία πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,

β. «ἐφ' οἷς (δεῖ)»: τα πράγματα, οι συνθήκες σε σχέση με τις οποίες πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,

γ. «πρὸς οὓς (δεῖ)»: οι άνθρωποι σε σχέση με τους οποίους πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,

δ. «οὗ ἕνεκα (δεῖ)»: ο λόγος για τον οποίο πρέπει να νιώθουμε ένα συναίσθημα,

ε. «ὡς δεῖ»: ο τρόπος με τον οποίο πρέπει να εκδηλώνουμε ένα συναίσθημα.

ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΦΡΑΣΗΣ: «μέσον τε καὶ ἄριστον, ὅπερ ἐστὶ τῆς ἀρετῆς»

Στο χωρίο αυτό φαινομενικά έχουμε ένα οξύμωρο σχήμα, (αντίθεση) καθώς ο Αριστοτέλης ταυτίζει το μέσον με το άριστο. Το μέσον, όπως έχει ήδη αναφέρει ο φιλόσοφος, βρίσκεται ανάμεσα στην υπερβολή και την έλλειψη. Το «ἄριστον» όμως κανονικά αποτελεί ακρότητα και όχι μεσότητα, καθώς βρίσκεται στην υπερβολή. Για τον Αριστοτέλη «ἄριστον» είναι η τελειότητα, το «τέλος», η ανώτερη αξία των όντων που προκύπτει από τη μεσότητα. Εδώ λοιπόν το άριστο αποκτά συνδέεται με το μέτρο που οφείλουμε να ακολουθήσουμε, αν θέλουμε να κατακτήσουμε την αρετή, που είναι η μεσότητα.. Αξιοπρόσεκτη είναι η θέση και το γένος της αντωνυμίας «ὅπερ», η οποία αναφέρεται στη λέξη «ἄριστον», κι έτσι, συσχετίζεται και ετυμολογικά η λέξη «ἄριστον» με τη λέξη «ἀρετῆς».

Κριτήρια που προσδιορίζουν την ηθικά ορθή πράξη (Τι σημαίνει το δεῖ;)

Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, ο Αριστοτέλης σκόπιμα επαναλαμβάνει ή εννοεί τύπους του ρήματος «δεῖ» , για να δώσει δεοντολογικό περιεχόμενο στο κείμενο και να κατευθύνει τους ανθρώπους προς την ηθική. Πώς όμως καθορίζεται η ηθική; Κάθε κοινωνία έχει κάποια κριτήρια ορθής συμπεριφοράς. Στην περίπτωση των αρχαίων Ελλήνων τα κριτήρια αυτά εντάσσονται μέσα στο πλαίσιο της πόλης-κράτους, γιατί ας μην ξεχνάμε ότι ο αρχαίος Έλληνας λειτουργούσε πάντα ως μέλος του συνόλου και όχι ως άτομο. Τα κριτήρια λοιπόν αυτά είναι τα εξής:

α. οι γραπτοί νόμοι της πόλης-κράτους

β. η παράδοση: οι άγραφοι νόμοι, τα πρότυπα και τα παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, που προβάλλονταν, υποδείκνυαν τον ορθό τρόπο συμπεριφοράς,

γ. η λογική, δηλαδή ο ορθός λόγος και ιδιαίτερα η λογική του φρόνιμου ανθρώπου που βρίσκει το μέσο μέσα από άπειρες υπερβολές και ελλείψεις.

Παρόμοια με αυτά των αρχαίων Ελλήνων κριτήρια ρυθμίζουν τη ηθική συμπεριφορά και των σύγχρονων Ελλήνων. Έτσι κι εμείς ρυθμίζουμε τη συμπεριφορά μας ανάλογα με τους γραπτούς νόμους του κράτους και τους άγραφους νόμους, που απορρέουν από τις λαϊκές μας παραδόσεις, την ιστορία μας και τη θρησκεία μας.

Από τα παραπάνω γίνεται κατανοητό ότι τα κριτήρια αυτά συμπεριφοράς, που μας φέρνουν πιο κοντά στη μεσότητα, δεν μένουν σταθερά, αλλά μεταβάλλονται σε περιεχόμενο, ανάλογα με την κοινωνία, την εποχή, τον τόπο, τα πρότυπα. Επομένως, προκύπτει ότι την ευθύνη για την κατάκτηση των ηθικών αρετών την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος, ο οποίος οφείλει να καταβάλλει επίπονη προσπάθεια και αγώνα.

ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΙΑ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΠΡΑΞΕΩΝ: «Ὁμοίως ... καὶ τὸ μέσον»

Ο Αριστοτέλης είχε αναφέρει στο τέλος της 8ης ενότητας ότι η ηθική αρετή σχετίζεται με τα συναισθήματα και τις πράξεις. Σ' αυτή την ενότητα βέβαια έφερε παραδείγματα που αφορούν μόνο τα συναισθήματα και όχι τις πράξεις. Διευκρινίζει όμως ότι αυτό που συμβαίνει στα συναισθήματα συμβαίνει και με τις πράξεις˙ και σ' αυτές, δηλαδή, υπάρχει και υπερβολή και έλλειψη και το μέσον και πρέπει να πληρούνται οι ίδιες προϋποθέσεις με εκείνες των συναισθημάτων. Η μεταξύ τους αντιστοιχία - αναλογία δηλώνεται με τη χρήση του επιρρήματος «ὁμοίως».

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ

Η χρήση των «δεῖ» («ὅτε δεῖ», «ὡς δεῖ»), τα τρία «δεῖ» που εννοούνται («ἐφ' οἷς (δεῖ)», «πρὸς οὓς (δεῖ)», «οὗ ἕνεκα (δεῖ)»), η εννοούμενη γενική συγκριτική («καὶ μᾶλλον καὶ ἧττον (τοῦ δέοντος)») και οι ρηματικοί τύποι «ψέγεται» και «ἐπαινεῖται» δηλώνουν τον κοινωνικό χαρακτήρα της αρετής. Οι τύποι αυτοί φανερώνουν ότι ο Αριστοτέλης έδινε πολύ μεγάλη σημασία στην άποψη της κοινής γνώμης στο λόγο δηλαδή των πολιτών της πόλης-κράτους Η κοινή γνώμη, δηλαδή η κοινωνία, είναι αυτή που καθορίζει τι είναι σωστό και τι λάθος, ποια συμπεριφορά πρέπει να ακολουθούμε και ποια όχι και αυτή είναι που κατηγορεί ή επαινεί τα συναισθήματα και τις πράξεις μας.

Εξάλλου, σ' αυτό ακριβώς έγκειται και η διαφορά του Αριστοτέλη από τον Πλάτωνα. Η αρετή, για τον Αριστοτέλη, είναι μια ανθρώπινη ιδιότητα, η οποία μπορεί να προσεγγιστεί και να κατακτηθεί από τον καθένα που λειτουργεί με βάση τη λογική, τον ορθό λόγο, και καταβάλλει επίπονη προσπάθεια. Αντίθετα, η πλατωνική αρετή τοποθετείται σ' έναν κόσμο νοητό και μεταφυσικό, έξω από τον χώρο της πρακτικής ζωής του ανθρώπου.

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΒΟΛΗΣ, ΤΗΣ ΕΛΛΕΙΨΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΕΣΟΥ (με λέξεις του κειμένου)

Στην ενότητα αυτή ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί κάποιες εκφράσεις, για να αξιολογήσει την υπερβολή, την έλλειψη και τη μεσότητα. Έτσι απορρίπτει την υπερβολή («μᾶλλον») και την έλλειψη («ἧττον») αρχικά με μια φράση, «ἀμφότερα οὐκ εὖ», η οποία αποτελεί και σχήμα λιτότητας. Στη συνέχεια γίνεται πιο σαφής και κατηγορηματικός λέγοντας πως η υπερβολή και η έλλειψη αποτελούν σφάλμα και κατακρίνονται («ἡ μὲν ὑπερβολὴ ἁμαρτάνεται καὶ ψέγεται καὶ ἡ ἔλλειψις»). Αντίθετα, η μεσότητα σχετίζεται με το «ἄριστον» και την αρετή, είναι το σωστό και επαινείται («τὸ δὲ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»).

Ο ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΠΟΥ ΑΠΟΔΕΙΚΝΥΕΙ ΟΤΙ Η ΑΡΕΤΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ

1η προκείμενη : το μέσον επαινείται και είναι το σωστό

(«τὸ μέσον ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»)

2η προκείμενη : ο έπαινος και το σωστό σχετίζονται με την αρετή

(«ταῦτα δ' ἄμφω τῆς ἀρετῆς»)

Συμπέρασμα : επομένως, η αρετή είναι ένα είδος μεσότητας

(«μεσότης τις ἄρα ἐστὶν ἡ ἀρετή»). Εδώ χρησιμοποιεί οριστική έγκλιση (στην προηγούμενη ενότητα χρησιμοποίησε δυνητική ευκτική) που εκφράζει το πραγματικό και τη βεβαιότητα

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ

Σχήμα λιτότητας «οὐκ εὖ»: εκφράζει με ήπιο τρόπο την αποδοκιμασία της υπερβολής και της έλλειψης από τον Αριστοτέλη.

Αντιθέσεις «ἡ μὲν ὑπερβολὴ ... ἡ δ' ἔλλειψις». Μέσα στην ίδια περίοδο αντιτίθενται επίσης οι ρηματικοί τύποι: «ἁμαρτάνεται ≠ κατορθοῦται», «ψέγεται ≠ ἐπαινεῖται»: τονίζεται η αποδοκιμασία της υπερβολής και της έλλειψης και η αποδοχή της μεσότητας.

Πρωθύστερο σχήμα «ἐπαινεῖται καὶ κατορθοῦται»: δίνει έμφαση στον έπαινο και την αποδοχή της μεσότητας.

Επίσης υπάρχουν πολλά πολυσύνδετα σχήματα

ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΑ ΚΑΙ ΟΜΟΡΡΙΖΑ ΣΤΗ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

Φοβηθῆναι < φοβέομαι -οῦμαι = από φόβο τρέπομαι σε φυγή): αγοραφοβία, αγοραφοβικός, ανθρωποφοβία, άφοβος, εκφόβηση, εκφοβητικός, εκφοβισμός

θαρρῆσαι < θαρρέω -ῶ ): θράσος, αναθάρρηση, αποθάρρυνση, αποθαρρυντικός, ενθάρρυνση.

ἐπιθυμῆσαι < ἐπὶ + θυμῶ (< θυμός): ανεπιθύμητος, απροθυμία, επιθυμητικός, επιθυμητός, επιθυμία, εύθυμος, θυμηδία, θυμικός, θυμοειδής, θυμός, θυμόσοφος, λιποθυμία, οξύθυμος, προθυμία, πρόθυμος.

ὀργισθῆναι < ὀργίζομαι : εξοργιστικός, οργή, οργίλος.

ἐλεῆσαι < ἐλεέω -ῶ< ἔλεος: ανελεημόνως, ανελέητος, ανηλεής, ελεεινός, ελεημονητικός, ελεημοσύνη, ελεήμων, ελεητικός, έλεος.

ἡσθῆναι < ἥδομαι (= ευχαριστιέμαι): ἡσθῆναι: αηδία, ηδονή, ηδονικός, ηδονιστικός, ηδονοβλεψίας, ηδονοθήρας, ηδονολάτρης, ηδονόπληκτος, ηδονόχαρος, ηδύγλωσσος, ηδυλογία, ηδυντικός, ηδύοσμα, ηδύοσμος (= δυόσμος), ηδυπάθεια, ηδυπαθής, ηδύποτο (= λικέρ), ηδύς, ήδυσμα, ηδύφωνος, ηδύφωτος.

λυπηθῆναι < λυποῦμαι: αλύπητα, άλυπος, αξιολύπητος, λυπητερός, λυπομανής, περίλυπος, συλλυπητήριος.

ἔστι < εἰμὶ : ανούσιος, απουσία, εξουσία, επουσιώδης, εσθλός, ετυμολογία, ετυμολογικός, έτυμον, ομοούσιος, παρετυμολογία, παρετυμολογικός, παρόν, παροντικός, παρουσία, παρουσιαστικό, περιουσία, περιουσιακός, περιούσιος.

δεῖ: αδέητος, δέηση, ενδεής, ένδεια.

2o Μέρος 

Το επίρρημα «ἔτι» συνδέει αυτή την παράγραφο με την προηγούμενη. Με τη χρήση του υποδηλώνεται ότι ο Αριστοτέλης, στην προσπάθειά του να διερευνήσει περαιτέρω τη φύση της αρετής και να καταλήξει στον πλήρη ορισμό της, θα δώσει μερικά ακόμα στοιχεία σχετικά με την υπερβολή και την έλλειψη και το μέσον.

ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ: «Ἔτι τὸ μὲν ἁμαρτάνειν ... παντοδαπῶς δὲ κακοὶ»

Ο Αριστοτέλης αναπτύσσει έναν συλλογισμό, με τον οποίο θα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η υπερβολή και η έλλειψη συσχετίζονται με την κακία και τους κακούς, ενώ το μέσον με την αρετή και τους καλούς. Μέσα από αυτόν προβάλλεται η αντίθεση ανάμεσα στο λάθος («ἁμαρτάνειν») και το σωστό («κατορθοῦν»), που ήδη από την προηγούμενη ενότητα συνέδεσε με την υπερβολή και την έλλειψη, και το μέσον αντίστοιχα. Έτσι λοιπόν διαπιστώνει ότι:

Η υπερβολή και η έλλειψη βρίσκονται σε άπειρα σημεία και γι' αυτό μπορούμε με πολλούς τρόπους («πολλαχῶς», «παντοδαπῶς») και εύκολα («ῥᾴδιον») να αποτύχουμε στον στόχο μας, δηλαδή να κάνουμε το λάθος. Επομένως, η υπερβολή και η έλλειψη συνδέονται με το λάθος και επομένως με την κακία και τους κακούς.

Το μέσον βρίσκεται σε ένα μόνο σημείο, γι' αυτό μπορούμε με έναν μόνο τρόπο («μοναχῶς», «ἁπλῶς») και δύσκολα («χαλεπόν») να επιτύχουμε τον στόχο μας, δηλαδή να κάνουμε το σωστό. Επομένως, το μέσον συνδέεται με την αρετή και τους καλούς.

Προκειμένου να τονιστεί η αντίθεση ανάμεσα στην κακία και το λάθος από τη μια και την αρετή και το σωστό από την άλλη, ο φιλόσοφος χρησιμοποιεί πληθώρα αντιθέσεων που συνδέονται με τους αντιθετικούς συνδέσμους «μέν - δέ». Συγκεκριμένα, οι έννοιες που αντιτίθενται είναι οι εξής:

«τὸ ἁμαρτάνειν» ≠ «τὸ κατορθοῦν» «πολλαχῶς» ≠ «μοναχῶς» «τὸ κακὸν» ≠ «τὸ ἀγαθὸν» «τὸ ἄπειρον» ≠ «τὸ πεπερασμένον» «ῥᾴδιον» ≠ «χαλεπὸν» «τὸ ἀποτυχεῖν» ≠ «τὸ ἐπιτυχεῖν» «κακία» ≠ «ἀρετὴ» «ὑπερβολὴ-ἔλλειψις» ≠ «μεσότης» «ἐσθλοὶ» ≠ «κακοὶ» «ἁπλῶς» ≠ «παντοδαπῶς»

ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΚΗΣ ΘΕΣΗΣ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΩΝ ΠΥΘΑΓΟΡΕΙΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ: «ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον» - «ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοὶ»

Ο Αριστοτέλης προκειμένου να ενισχύσει την άποψή του ότι το σφάλμα γίνεται με πολλούς τρόπους, το σωστό όμως με έναν, επικαλείται τη διδασκαλία των Πυθαγορείων σχετικά με τη θεωρία των «ἐναντίων». Σύμφωνα με αυτή, οι αρχές των όντων είναι δέκα ζεύγη αντιθετικών δυνάμεων: πέρας- ἄπειρον, περιττὸν-ἄρτιον, ἓν- πλῆθος, δεξιὸν- ἀριστερὸν, ἄρρεν-θῆλυ, ἠρεμοῦν-κινούμενον, εὐθὺ-καμπύλον, φῶς-σκότος,ἀγαθὸν-κακὸν, τετράγωνον -ἑτερόμηκες. Οι αντιθετικές αυτές δυνάμεις δεν αλληλοαναιρούνται, αλλά αλληλοσυμπληρώνονται.

Ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί δύο από αυτά τα ζεύγη, το «πέρας - ἄπειρον» και το «ἀγαθὸν - κακόν». Συνδυάζοντάς τα συμπεραίνει ότι το αγαθό, δηλαδή οι καλές πράξεις, έχουν καθορισμένα όρια, είναι αριθμητικά μετρήσιμες, ενώ οι κακές πράξεις-οι υπερβολές και οι ελλείψεις είναι άπειρες αριθμητικά

Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί και ο παροιμιακός στίχος που παρατίθεται («ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί»), του οποίου δεν γνωρίζουμε την προέλευση.

Ο ΤΕΛΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ: «Ἔστιν ἄρα ἡ ἀρετὴ ... ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»

Μετά από εννέα ενότητες, στις οποίες ο Αριστοτέλης μας παρουσίαζε βήμα-βήμα τα γνωρίσματα της ηθικής αρετής, έρχεται στη 10η ενότητα να μας δώσει ως συμπέρασμα («ἄρα») τον πλήρη ορισμό της αρετής. Είναι, λοιπόν, η αρετή μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που επιλέγεται ελεύθερα από τον άνθρωπο. Βρίσκεται στη μεσότητα που προσδιορίζεται με βάση τα υποκειμενικά κριτήρια και καθορίζεται από τη λογική και μάλιστα τη λογική του φρόνιμου ανθρώπου. Ένα ένα τα στοιχεία της αρετής αναλύονται ως εξής

α. «ἕξις»: ο όρος προέρχεται από το θέμα του μέλλοντα («ἕξω») του ρήματος «ἔχω». Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η «ἕξις» είναι το προσεχές γένος της αρετής και δίνει στον όρο ηθικό περιεχόμενο: είναι το μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα που προκύπτει από συνήθεια ή επαναλαμβανόμενη άσκηση. Η ποιότητα, λοιπόν, των έξεων εξαρτάται από την ποιότητα των ενεργειών μας.

β.«προαιρετική»: είναι η ελεύθερη και έλλογη εκλογή και βούληση (Ηθικά Νικομάχεια, 1111b-1112a), που αποτελούν απαραίτητη προϋποθέση για να κάνει ο άνθρωπος σωστή επιλογή ενεργειών και να φτάσει στο μέτρο αποφεύγοντας τις ακρότητες, δηλαδή την υπερβολή και την έλλειψη. Την ευθύνη, λοιπόν, για την κατάκτηση της ηθικής αρετής την έχει ο ίδιος ο άνθρωπος. Αν ο δρόμος προς την αρετή δεν ήταν αποτέλεσμα ελεύθερης βούλησης, αλλά καταναγκασμού, τότε η αρετή δεν θα είχε καμία αξία για τον άνθρωπο. Η «προαίρεσις» αποτελεί, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον έναν από τους τρεις αναγκαίους όρους για την ύπαρξη της αρετής. Οι άλλοι δύο όροι είναι ο άνθρωπος να έχει συνείδηση της πράξης του και να την πραγματοποιεί με σιγουριά και σταθερότητα

γ. «ἐν μεσότητι οὖσα πρὸς ἡμᾶς»: η αρετή είναι, σύμφωνα με τον φιλόσοφο, μεσότητα, (αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά) που προσδιορίζεται με δύο ειδών κριτήρια:

Τα αντικειμενικά κριτήρια («κατ' αὐτὸ τὸ πρᾶγμα»): το μέσο αυτό σχετίζεται με τα ίδια τα πράγματα. Είναι αυτό που ισαπέχει από τα δύο άκρα του πράγματος. Θεωρείται αντικειμενικό, Τα υποκειμενικά κριτήρια («πρὸς ἡμᾶς»): το μέσον αυτό δεν είναι ούτε πάρα πολύ ούτε πολύ λίγο ούτε είναι ένα για όλους. Είναι σχετικό και ο προσδιορισμός του εξαρτάται από τον ίδιο τον άνθρωπο, ο οποίος με τη χρήση της λογικής μπορεί να συνεκτιμά διάφορους αστάθμητους και μεταβλητούς παράγοντες.

ε. «ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν» Αυτά είναι τα κριτήρια ορισμού της μεσότητας. όπως δείχνει και η δοτική πτώση της μετοχής που προσδιορίζει τη δοτική «μεσότητι». Ο Αριστοτέλης σπεύδει να διευκρινίσει ότι ο κοινός αυτός κανόνας, που θα εξασφαλίσει την ενάρετη πράξη για κάθε άνθρωπο ξεχωριστά είναι η ανθρώπινη λογική, ο ορθός λόγος. Δε μετράει τόσο η κοινή ανθρώπινη λογική όσο η λογική του φρόνιμου ανθρώπου, του ανθρώπου. Ο φρόνιμος άνθρωπος είναι αυτός που θα καθορίσει με τη λογική του το «δέον», τις σωστές ενέργειες που πρέπει να ακολουθούνται μέσα στην κοινωνία. Το περιεχόμενο, όμως, της έννοιας «φρόνιμος» και «δέον» δεν μπορεί να καθοριστεί με σαφήνεια. Στον αντικειμενικό προσδιορισμό τους παίζει ρόλο τόσο η ανθρώπινη λογική όσο και η εποχή, η κοινωνία, τα πρότυπα των ανθρώπων, στοιχεία τα οποία συνεχώς μεταβάλλονται.

Ο ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΜΕΣΟΤΗΤΑΣ: «Μεσότης δὲ ... καὶ αἱρεῖσθαι»

Στο τέλος του κειμένου δίνεται με πληρότητα ο ορισμός της μεσότητας. Η μεσότητα λοιπόν βρίσκεται ανάμεσα σε δύο κακίες, από τις οποίες η μία βρίσκεται στην πλευρά της υπερβολής, ενώ η άλλη στην πλευρά της έλλειψης. Άλλες από αυτές τις κακίες παρουσιάζονται ελλιπείς και άλλες είναι υπερβολικές σε σχέση με αυτό που πρέπει, το οποίο είναι το μέσον και το σωστό. Αυτές τις κακίες τις συναντάμε στα συναισθήματα και στις πράξεις, ενώ αντίθετα η αρετή βρίσκει και επιλέγει αυτό που πρέπει, δηλαδή τη μεσότητα.

ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ ΣΧΟΛΙΑ-ΣΧΗΜΑΤΑ ΛΟΓΟΥ

Σχήμα από κοινού: «τὸ μὲν ἁμαρτάνειν πολλαχῶς ἔστιν ... τὸ δὲ κατορθοῦν μοναχῶς (ἔστιν)» «ῥᾴδιον μὲν τὸ ἀποτυχεῖν τοῦ σκοποῦ, χαλεπὸν δὲ τὸ ἐπιτυχεῖν (τοῦ σκοποῦ)»

Χιαστό σχήμα: «ἐσθλοὶ - ἁπλῶς, παντοδαπῶς - κακοὶ»

Αντιθέσεις: (κοίτα στην πρώτη σελίδα)

Παραθέτει τον στερεότυπο παροιμιακό στίχο, οπότε στο εξής με αντιμεταχώρηση θα προηγηθούν οι θετικές έννοιες : «ἐσθλοὶ» ≠ «κακοὶ», «ἁπλῶς» ≠ «παντοδαπῶς»

Έλξη του αναφορικού και βραχυλογία: «ὡρισμένῃ λόγῳ καὶ ᾧ (αντί «τῷ λόγῳ, ὃν») ἂν ὁ φρόνιμος ὁρίσειεν»

Πολυσύνδετο σχήμα: τονίζει το στόχο της αρετής να βρίσκει και να επιλέγει το σωστό και να αποφεύγει το λάθος. «καὶ εὑρίσκειν καὶ αἱρεῖσθαι»

Σχήμα κύκλου: Η ενότητα εισάγεται με τη φράση «τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου» και στο τέλος του πρώτου μέρους ολοκληρώνεται με τον στίχο «ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, παντοδαπῶς δὲ κακοί» Τα παραπάνω σχήματα λόγου τονίζουν την αντίθεση ανάμεσα στην κακία και το λάθος από τη μια και την αρετή και το σωστό από την άλλη.

ΛΕΞΙΛΟΓΙΚΑ

εἴκαζον < εἰκάζω : επιεικής, απείκασμα, εικασία, εικαστικός, εικόνα, εικονικός, εικονογράφημα, εικονογράφηση, εικονοκλάστης, εικονολάτρης, εικονολήπτης, εικονομάχος.

πεπερασμένου < περαίνομαι < πέρας: πορθμός, απέραντος, περαιτέρω, πέραν, πέρας, πορθμέας, πορθμείο, πόρος, συμπέρασμα, συμπερασματικός, συμπερασμός.

ῥᾴδιον: ραδιουργία, ραδιούργος, ραθυμία, ράθυμος, ραστώνη.

ἀποτυχεῖν < ἀπὸ + τυγχάνω: αποτυχία, ατυχία, δυστυχία, εντευκτήριο, επίτευγμα, επιτυχία, ευτυχία, πρόστυχος, συνέντευξη, τεύχος, τυχαίος, τυχάρπαστος, τυχερός, τύχη, τυχοδιώκτης.

σκοποῦ < σκοπέω -ῶ: συνδιάσκεψη, σύσκεψη, ακτινοσκόπηση, ανασκόπηση, άσκοπος, αυτοσκοπός, βιντεοσκόπηση, βολιδοσκόπηση, βυθοσκόπηση, δημοσκόπηση, επίσκεψη, επισκόπηση, επίσκοπος, καιροσκόπος, κατάσκοπος, κερδοσκόπος, μικροσκόπιο, οιωνοσκόπος, περίσκεψη, περισκόπιο, πρόσκοπος, σκεπτικισμός, σκεπτικός, σκέψη, σκόπελος, σκοπιά, σκόπιμος, σκοποβολή, σκοπός, στηθοσκόπιο, τηλεσκόπιο, ωροσκόπιο.

ὑπερβολὴ, ὑπερβάλλειν < ὑπὲρ + βάλλω: αμφιβολία, αναβλητικός, , αναβολή, ανυπέρβλητος, αποβλητέος, απόβλητος, βαλβίδα, βαλλιστικός, βαλτός, βεληνεκές, βελόνα, βέλος, βλήμα, βολή, βολίδα, βόλος, διαβλητός, διαβολικός, έμβλημα, έμβολο, επιβλητικός, ευμετάβολος, καταβολή, κεραυνοβόλος, λιθοβολισμός, μεταβολικός, παράβολο, περιβάλλον, πρόβλημα, πυροβολισμός, συμβολή, σύμβολο, σφαιροβολία, υπερβολή, υποβλητικός, υποβολέας.

ἔλλειψις, ἐλλείπειν < λείπω: διάλειμμα, διάλειψη, εγκατάλειψη, έκλειψη, έλλειμμα, έλλειψη, ελλιπής, κατάλοιπος, λειψανδρία, λείψανο, λειψός, λειψυδρία, λιποβαρής, λιποθυμία, λίπος, λιπόσαρκος, λιποτάκτης, λιποταξία, λιπόψυχος, λοιπόν, παράλειψη, υπόλειμμα, υπόλοιπος.

ἀρετῶν < ρ. αρ-, που συναντάμε στα ἀραρίσκω (= τακτοποιώ, προετοιμάζω, ταιριάζω), ἀρέσκω, ἄριστος: αρέσκεια, αρεστός, άρθρο, αριθμός, αριστείο, αριστοκρατία, άριστος, άρμα, αρμονία, αρμός, δυσαρέσκεια, φιλαρέσκεια, ενάρετος, πανάρετος.

ἕξις < ἔχω: ακάθεκτος, αλληλουχία, ανακωχή, άσχετος, διπλωματούχος, ευεξία, ευωχία, εχεμύθεια, ζαχαρούχος, κατοχή, καχεκτικός, κληρουχία, οχυρός, οχύρωση, παροχή, περιέκτης, περιεκτικός, προεξοχή, προνομιούχος, προσεκτικός, πτυχιούχος, σοκολατούχος, συμβασιούχος, συνέχεια, συνοχή, σχέδιο, σχολείο, τροπαιούχος.

προαιρετικὴ, αἱρεῖσθαι: αφηρημάδα, αίρεση, αιρετικός, αιρετός, αναίρεση, αρχαιρεσία, , διαίρεση, καθαίρεση, προαίρεση, συναίρεση, συνηρημένος.

ὡρισμένῃ, ὁρίσειεν < ὁρίζω: αφορισμός, διορισμός, εξορία, μεθόριος, οριακός, ορίζοντας, οριζόντιος, οριζοντίωση, όριο, οριοθέτηση, ορισμός, οριστική, παραμεθόριος, περιορισμός, περιοριστικός, προκαθορισμός, προορισμός, προσδιορισμός, σύνορο.

φρόνιμος < φρήν (γεν. φρενός): αφροσύνη, εθνικόφρων, ευφροσύνη, εχέφρων, καταφρόνια, μετριοφροσύνη, νομιμοφροσύνη, παραφροσύνη, περιφρόνηση, σωφροσύνη, φιλοφρόνηση, φρενίτιδα, φρενοβλαβής, φρενοκομείο, φρόνημα, φρόνηση, φρονιμίτης.

δέοντος < δεῑ: δέηση, δεητικός, αδέητος, ενδεής, ένδεια.

πάθεσι < πάσχω: πένθιμος, πένθος, αδενοπάθεια, αντιπάθεια, μετριοπάθεια, παθογένεια, παθολογία, πλημμυροπαθής, προσπάθεια, σεισμοπαθής, συμπάθεια, ωραιοπαθής.

πράξεσι < πράττω: αδιαπραγμάτευτος, διαπραγμάτευση, διάπραξη, εισπράκτορας, πραγματεία, πράγματι, πραγματικότητα, πραγματογνώμων, πραγματοποίηση, πρακτικός, πρακτορείο, πραμάτεια, πραξικόπημα, πραξικοπηματίας, σύμπραξη.

εὑρίσκειν < εὑρίσκω: ανεύρεση, δυσεύρετος, εύρεση, ευρεσιτεχνία, ευρετήριο, ευρετής, εύρετρα, εύρημα, εφεύρεση, εφευρέτης, συνεύρεση.

ΥΠΟΘΕΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ

Οι υποθετικές προτάσεις εισάγονται - αρχίζουν με τους υποθετικούς συνδέσμους :εἰ , ἐάν, ἂν και ἢν.

Στον υποθετικό λόγο η υποθετική πρόταση ονομάζεται υπόθεση και η κύρια πρόταση ονομάζεται απόδοση.


1ο είδος: πραγματικό Υπόθεση: εἰ + οριστική οποιουδήποτε χρόνου Απόδοση: οποιαδήποτε έγκλιση

π.χ. εἰ σύ βούλει, ἐπανέλθωμεν


2ο είδος: αντίθετο του πραγματικού Υπόθεση: εἰ + οριστική ιστορικού χρόνου (παρατατικός, αόριστος, υπερσυντέλικος) Απόδοση: δυνητική οριστική (οριστική ιστορικού χρόνου + ἂν)

π.χ. Εἰ μή ἐγώ ἐκέλευον, οὐκ ἂν ἐποίει τουτο Ἀγασίας.


3ο είδος: προσδοκώμενο Υπόθεση: ἐάν, ἂν, ἢν + υποτακτική Απόδοση: οριστική μέλλοντα ή άλλες ισοδύναμες εκφράσεις με μέλλοντα όπως προστακτική, ευχετική ευκτική δυνητική ευκτική, ρηματικά επίθετα σε -τός και -τέος

π.χ. ἐάν πάντα ἀκούσητε, λέξετε.


4ο είδος: αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον

Υπόθεση: ἐάν, ἂν, ἢν + υποτακτική Απόδοση: οριστική ενεστώτα ή γνωμικός αόριστος

π.χ. Ἢν τις τούτων τι παραβαίνῃ, ζημίαν ποιει..


5ο είδος: απλή σκέψη Υπόθεση: εἰ + ευκτική Απόδοση: δυνητική ευκτική, οριστ. αρκτικού χρόνου.

π.χ. Εἰ οἱ πολῖται ὁμονοοῖεν, εὐδαίμων ἂν γίγνοιτο ἡ πόλις.


6ο είδος: αόριστη επανάληψη στο παρελθόν Υπόθεση: εἰ + επαναληπτική ευκτική Απόδοση: οριστική παρατατικού ή δυνητική οριστική αορίστου.

π.χ. Εἲ τις αὐτῶ δοκοίη βλακεύειν, ἒλαθεν ἂν.


ΑΣΚΗΣΕΙΣ

Να αναγνωριστεί το είδος των υποθετικών λόγων στις παρακάτω προτάσεις και να γίνει η μετατροπή τους στα άλλα είδη.

1. Εἰ οὗτοι ἦσαν ἄνδρες ἀγαθοί, οὐκ ἄν ποτε ταῦτα ἔπασχον.

2. Εἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεός ἐστιν, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως.

3. Τούτου δ' ἂν ἐπιτύχοις, εἰ λήγοις τῶν πόνων ἔτι πονεῖν δυνάμενος.

4. Ἐάν οἱ ἄνθρωποι τήν δίκην καταλύωσιν, ἀσφάλειαν οὐκ ἔχουσι.

5. Ἂν οὖν ἐμοὶ πεισθῆτε, τά δίκαια ψηφιεῖσθε

6. Εἴ τινες ἴδοιεν τούς ἑταίρους ἐπικρατοῦντας, ἀνεθάρσησαν ἄν. 



ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

ΕΤΕΡΟΠΤΩΤΟΙ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΙ

ετερόπτωτοι προσδιορισμοί σε γενική

Η γενική ως ετερόπτωτος ονοματικός προσδιορισμός διακρίνεται στα ακόλουθα είδη:

α) Γενική κτητική Φανερώνει τον κτήτορα, δηλαδή αυτόν που κατέχει ένα πράγμα.

Ἡ πόλις ἡμῶν ἐτίμα καὶ τότε τοὺς ἀγαθούς.

β) Γενική διαιρετική ή του όλου

Η γενική διαιρετική ή του όλου φανερώνει κάποιο σύνολο και η λέξη που προσδιορίζει η γενική φανερώνει ένα μέρος του συνόλου.

Οἱ νέοι τῶν ὁπλιτῶν

γ) Γενική υποκειμενική

Η γενική υποκειμενική αποδεικνύεται αν μετατρέψουμε την προσδιοριζόμενη λέξη σε ρήμα ενεργητικής φωνής· τότε η γενική θα είναι το υποκείμενο του ρήματος:

Διὰ τάχους ἡ νίκη τῶν Ἀθηναίων

ἡ νίκη > ρήμα ἐνίκησαν // υποκείμενο > οἱ >Ἀθηναῖοι

δ) Γενική αντικειμενική

Η γενική αντικειμενική αποδεικνύεται αν μετατρέψουμε την προσδιοριζόμενη λέξη σε ρήμα ενεργητικής φωνής· τότε η γενική θα είναι το αντικείμενο του ρήματος:

Διδάσκαλος τῶν παίδων ἐγένετο

διδάσκαλος > ρήμα διδάσκει // αντικείμενο τούς παῖδας

ε) Γενική συγκριτική

Η γενική συγκριτική δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα με το οποίο συγκρίνεται ένα άλλο όμοιό του, αποτελώντας το β' όρο της σύγκρισης και μεταφράζεται με το από ή το παρά + τη γενική. Με γενική συγκριτική συντάσσονται:

Επίθετα συγκριτικού βαθμού ή επίθετα που έχουν συγκριτική σημασία: πρότερος, ὕστερος, διπλάσιος, πολλαπλάσιος και η αντωνυμίες άλλος, έτερος κ.λ.π.

Πολλῶν γαρ χρημάτων κρείττων ὁ παρά τοῦ πλήθους ἔπαινος.

χρημάτων=γεν. συγκριτική

ή τά χρήματα

Ο β' όρος σύγκρισης εκφέρεται επίσης: 

ε το και ομοιόπτωτα ή ομοιότροπα με τον α' όρο σύγκρισης:
Ἐμοὶ Σωκράτης ἐδόκει τιμῆς ἄξιος ειναι μᾶλλον ἢ θανάτου.

δοκει=φαίνεται ότι, φαίνεται καλό να
Ἅπαντες πλείω πεφύκαμεν ἐξαμαρτάνειν ἢ κατορθοῦν.
Ἐβούλοντο σύν τοῖς Ἕλλησιν μᾶλλον ἢ σύν τῷ βαρβάρῳ εἶναι.

 

στ) Γενική της ιδιότητας

Η γενική της ιδιότητας φανερώνει την ηλικία, το μέγεθος, το βάρος ή κάποιο άλλο γνώρισμα της προσδιοριζόμενης λέξης. Συχνά συνοδεύεται από αριθμητικό ή από επίθετο που δηλώνει ποσό.

Ὁδός πέντε ἡμερῶν

 καί τοῦ Πειραιῶς ξύν Μουνιχίᾳ ἑξήκοντα μέν σταδίων ὁ ἅπας περίβολος,

ζ) Γενική της αιτίας

Η γενική της αιτίας προσδιορίζει επίθετα ή ουσιαστικά δικανικής σημασίας, όπως αἴτιος, ἀναίτιος (= αθώος), ἔνοχος, ὑπαίτιος, ὑπεύθυνος, ὑπόδικος, ἀγών (= δίκη), αἰτία (= κατηγορία), γραφή (= έγγραφη καταγγελία), δίκη κ.ά.

γραφή ὕβρεως

γραφή ἀσεβείας

Οὐδείς ἔνοχός ἐστι λιποταξίου οὐδέ δειλίας.

Επίσης η γενική της αιτίας προσδιορίζει επίθετα ή ουσιαστικά που δηλώνουν κάποιο ψυχικό πάθος: εὐδαίμων, μακάριος, θαυμάσιος, φόβος, λύπη, ὀργή, χαρά, δόξα κ.ά.

Εὐδαίμων μοι ἐφαίνετο καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων.

η) Γενική του περιεχόμενου

Η γενική του περιεχόμενου φανερώνει το περιεχόμενο της προσδιοριζόμενης λέξης.

κρήνη δέ ἡδέος ὕδατος

θ) Γενική της ύλης

Η γενική της ύλης φανερώνει την ύλη από την οποία είναι κατασκευασμένη η προσδιοριζόμενη λέξη.

εἰπεῖν δέ ἡμᾶς ὅτι δεδογμένον ἡμῖν εἴη δύο μέν τάλαντα ἀργυρίου διδόναι οἱ ἀντίτῶν ἑκατόν μνῶν

ι) Γενική της αξίας ή του τιμήματος

Η γενική της αξίας ή του τιμήματος δηλώνει την υλική ή ηθική αξία της προσδιοριζόμενης λέξης. Συνήθως με γενική της αξίας συντάσσονται τα επίθετα: ἄξιος, ἀνάξιος, ἀντάξιος, ἀξιόχρεως (= άξιος, αξιόπιστος)

δέκα μνῶν χωρίον


ΠΛΑΓΙΟΣ ΛΟΓΟΣ

Μετατροπή του ευθύ λόγου σε πλάγιο, 1α) κύριες προτάσεις κρίσης

Πιο αναλυτικά, οι κύριες προτάσεις κρίσης μετατρέπονται μετά από:

1. λεκτικά ρήματα και δοξαστικά ρήματα σε:

α) ειδική πρόταση.

Παρατηρήσεις για την έγκλιση

α) Όταν το ρήμα εξάρτησης είναι αρκτικού χρόνου, η έγκλιση της ειδικής πρότασης παραμένει ίδια με του ευθύ λόγου, δηλαδή:

π.χ. Οὗτος οὐ ποιεῖ ταῦτα 

Λέγει ὅτι οὐ ποιεῖ ταῦτα 

β) όταν το ρήμα εξάρτησης είναι ιστορικού χρόνου η έγκλιση της ειδικής πρότασης είτε παραμένει ίδια είτε μετατρέπεται σε ευκτική του πλάγιου λόγου, δηλαδή:

π.χ.Οὗτος οὐ ποιεῖ ταῦτα 

Ἔλεγεν ὅτι οὐ  ποιοίη ταῦτα


β) Μετατρέπονται επίσης οι κύριες προτάσεις κρίσεως μετά από λεκτικά και δοξαστικά ρήματα σε ειδικό απαρέμφατο

π.χ. Οὗτος οὐ ποιεῖ ταῦτα 

Λέγομεν οὐ ποιεῖν τοῦτον ταῦτα


2. Μετά από γνωστικά και ρήματα αίσθησης μπορεί να μετατραπεί το ρήμα της κύριας πρότασης και σε κατηγορηματική μετοχή.

π.χ. Ἀρίσταρχος ἥκει (έχει έρθει)

Ουτος ᾔσθετο (κατάλαβε) Ἀρίσταρχον ἥκοντα.


Μετατροπή του ευθύ λόγου σε πλάγιο, 1β) κύριες προτάσεις επιθυμίας (υποτακτική, ευκτική, προστακτική)

Οι κύριες προτάσεις επιθυμίας μετατρέπονται σε τελικό απαρέμφατο

π.χ.Εἴητε εὐτυχεῖς. 

Βούλομαι ὑμᾶς εὐτυχεῖς εἶναι.


Μετατροπή του ευθύ λόγου σε πλάγιο, 1γ) ευθείες ερωτήσεις

Οι ευθείες ερωτήσεις μετατρέπονται σε πλάγιες ερωτήσεις.

π.χ. α. Τίς ποιεῖ ταῦτα; 

Ἐρωτᾷ  τίς ποιεῖ ταῦτα.

β. Παραδῶμεν Κορινθίοις τήν πόλιν; 

 ἐπήροντο (ρώτησαν) εἰ παραδοῖεν Κορινθίοις τήν πόλιν.


ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΠΛΑΓΙΟ ΛΟΓΟ

Να μετατραπούν οι προτάσεις στον πλάγιο λόγο με ρήμα εξάρτησης ιστορικού χρόνου

1.Τοῦτο ὑμᾶς διδάξω

2. Σύ ὑβριστής εἶ.

3. Οἱ θεοί πάντα ὁρῶσι καί ἀκούουσι.

4. Πάντες χάριν ἔχουσι τοῖς ἐπαινοῦσιν.

5. Οἱ Ἕλληνες νικῶσιν.

6. Τί ἀποκρίνωμαι;


ΑΘΑΝΑΣΙΑΔΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ
Διατηρούνται όλα τα δικαιώματα 2020
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε